Δέσποινα Μουζουράκη-Μαρτάκη, η πρώτη μαγείρισσα του Έμπωνα
Δέσποινα Μουζουράκη-Μαρτάκη, η πρώτη μαγείρισσα του Έμπωνα
Πρώτη
μαγείρισσα σε βαφτίσεις και σε γάμους, η κυρα-Δέσποινα γεννήθηκε στην Κω, έζησε
στη Ρόδο και στην «τσούκα» της έμαθε να φτιάχνει νόστιμα φαγητά, κυμινάτα.
01.12.2020
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Κατζάκης
Η Δέσποινα Μουζουράκη-Μαρτάκη μας μαγείρεψε γιαπράκια
και λαχανένα με λαγό και μαγγούρες
ξεροχυμιστές.
Ένα χαμόγελο-ζάχαρη είναι η κυρα-Δέσποινα, «η μαγείρισσα του
χωριού», όπως την αποκαλούν όλοι στον αμφιθεατρικά χτισμένο Έμπωνα, που
βρίσκεται στην πλαγιά του όρους Αττάβυρος και αγναντεύει τη Χάλκη. 95 Μαΐων
πάνω κάτω, αλλά ποιος κρατάει λογαριασμό… Κλασικό μοντέλο γιαγιάς, καπάτσας
νοικοκυράς, ακούραστη και με τα πιο ευγενικά μάτια που έχω δει στη ζωή μου. «Η
καλοσύνη της ψυχής αντανακλάται στο πρόσωπο», μου είπε. Με το ζόρι κρατήθηκα να
μην τη φιλήσω. Μας κέρασε γλυκό του κουταλιού δροσάπιο, δηλαδή μικρό αχλάδι,
και γλυκό κρασί ντόπιο από Αθήρι, Αμοργιανό και Μοσχάτο. «Εν πίνω πολύ κρασί εγώ,
αλλά ο Έμπωνας εβγάζειν το καλύτερο κρασί της Ρόδου». Καθίσαμε στο ντιβανάκι
στο σπιτικό της, που ήταν πέρα για πέρα αληθινό, κι ας θύμιζε σκηνικό παλιάς
ταινίας, και πιάσαμε να λέμε ιστορίες παλιές, προπολεμικές
«Εγεννήθηκα στην Κω το ’26. Η μάνα μου η Μερσίνα ήρθεν από τη
Μικρασία κι ο πατέρας μου ο Μιχάλης ήτανε Μυκονιάτης. Ήρθαν το ’22 εδώ κι
έκατσαν δύο χρόνια. Όμως δεν είχε δουλειές κι έτσι επήγαν στην Κω, όπου
χτιζόντουσαν τα δικαστήρια κι άλλα έργα που έκαναν οι Ιταλοί. Τεσσάρων χρονών
με φέρανε πίσω στη Ρόδο. Εδώ δεν είχαν τίποτα, ο πατέρας μου ήταν μάστορας,
έχτιζεν σπίτια, η μαμά μου δεν εδούλεψε ποτέ, 23 χρονών ήταν με δυο παιδιά.
Δύσκολα χρόνια. Ούτε μολύβι δεν είχαμε να γράψουμε, ερχόμασταν από το σχολείον
να βρούμε φαγητό, δεν εβρίσκαμε. Έντεκα χρονών εδούλευα στους Ιταλούς που
εμαζεύαν κουκουνάρες και βγάζαν τον σπόρο από μέσα, κι ήταν μια ελαφροδουλειά
αυτή για εμάς. Έγινε και η Κατοχήν μετά κι ήρθαν τα πιο δύσκολα. Με χόρτα
χορταίναμε. Και λες ο Θεός έριξεν τα χόρτα με το τσουβάλι εκείνη τη χρονιά.
Εδουλεύαμεν και σιγά σιγά ορθοπατήσαμε. Οι Μικρασιάτες ήντο οι καλύτεροι
Έλληνες, οι καλύτεροι χριστιανοί και οι καλύτεροι νοικοκυραίοι. Αυτοί εφήσαν
τις περιουσίες τους εκεί, αλλά φέραν τις αξίες που είχαν μέσα τους. Όπου στην
Ελλάδα επήγαν κι εκαθήσαν, εκάμαν κατάσταση. Ο θείος μου, της μαμάς μου ο αδερφός,
είχεν εστιατόριο και εδουλεύαν μέσα υπαλλήλοι. Ο άλλος είχε φουρνάρικο, κι
εβγάζαν ποσότητες».
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 175.
Post Comment
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.