Music Of The Day

Εκτακτες ειδήσεις

Αν δεν έπεφταν υπογραφές, η Ευρώπη θα καταστρεφόταν

 Lacalle: Η σκοτεινή αλήθεια πίσω από τη συμφωνία ΗΠΑ - ΕΕ – Αν δεν έπεφταν υπογραφές, η Ευρώπη θα καταστρεφόταν

Οι συμφωνίες που υπέγραψαν οι Ηνωμένες Πολιτείες με τους βασικούς εμπορικούς τους εταίρους αποτελούν θετική και ρεαλιστική εξέλιξη 
 

Lacalle: Η σκοτεινή αλήθεια πίσω από τη συμφωνία ΗΠΑ - ΕΕ – Αν δεν έπεφταν υπογραφές, η Ευρώπη θα καταστρεφόταν

Η συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης κρύβει περισσότερα από όσα φαίνονται με την πρώτη ματιά.
Ο οικονομολόγος Lacalle αποκαλύπτει τη σκοτεινή αλήθεια πίσω από αυτή τη συμφωνία, υπογραμμίζοντας πως χωρίς αυτήν, η Ευρώπη θα αντιμετώπιζε καταστροφικές συνέπειες.
Ειδικότερα, οι συμφωνίες που υπέγραψαν οι Ηνωμένες Πολιτείες με τους βασικούς εμπορικούς τους εταίρους αποτελούν θετική και ρεαλιστική εξέλιξη.
Δεν ζούμε σε έναν κόσμο αυθόρμητης συνεργασίας μεταξύ εταιρειών της ελεύθερης αγοράς, όπως το είχε φανταστεί ο David Ricardo.
Το 2024, το παγκόσμιο εμπόριο δεν ήταν παρά ένα κρατικιστικό σύστημα, γεμάτο εμπόδια για τις αμερικανικές επιχειρήσεις, όπου πολιτικοί και κυβερνήσεις επέλεγαν ποιοι θα είναι οι νικητές και ποιοι οι χαμένοι.
Η αντίδραση που προκλήθηκε από τη συμφωνία Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να εξηγηθεί μόνο με τρεις τρόπους: από εχθρότητα απέναντι σε κάθε επίτευγμα της κυβέρνησης Trump, από πλήρη άγνοια της μοναδικής ρεαλιστικής εναλλακτικής, ή επειδή οι επικριτές της συμφωνίας ήταν στην πραγματικότητα ευχαριστημένοι με τον προστατευτισμό και τους φραγμούς που χαρακτήριζαν το ευρωπαϊκό εμπόριο το 2024, σημειώνει ο Lacalle και συνεχίζει:
«Αναρωτιέμαι, λοιπόν: Ποια ήταν η ρεαλιστική εναλλακτική στη συμφωνία αυτή;
Μια κατάρρευση των ευρωπαϊκών εξαγωγών, μια σοβαρή απώλεια ανταγωνιστικότητας σε σχέση με εταίρους όπως η Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Νότια Κορέα, περισσότερη αποβιομηχάνιση και εκροή επιχειρήσεων εκτός Ευρώπης και, φυσικά, η διατήρηση των υφιστάμενων εμπορικών φραγμών σε βάρος των ΗΠΑ.
Και αν οι επικριτές διαφωνούν, οφείλουν να μας εξηγήσουν: πώς ακριβώς θα πετύχαιναν καλύτερους όρους σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον όπου οι κυριότερες εξαγωγικές δυνάμεις –από την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο, μέχρι τη Νότια Κορέα, την Ινδονησία, το Βιετνάμ, τις Φιλιππίνες, τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, την Αυστραλία και την Κίνα– έχουν ήδη προχωρήσει σε αντίστοιχες συμφωνίες με τις ΗΠΑ;
Τι γνωρίζουν οι επικριτές που δεν γνώριζαν οι Ευρωπαίοι διαπραγματευτές;
Είναι λογικό να υποθέτει κανείς ότι οι Ευρωπαίοι εκπρόσωποι ήταν ανίδεοι ή ανεύθυνοι και δεν εξέτασαν όλες τις επιλογές πριν καταλήξουν σε αυτή τη συμφωνία;».
Όποιος απορρίπτει τη συμφωνία με τις ΗΠΑ, στην πραγματικότητα υπερασπίζεται τα εμπόδια στο εμπόριο με τον σημαντικότερο στρατηγικό εταίρο της Ευρώπης, λες και αυτά τα εμπόδια αποτελούν πλεονέκτημα που αξίζει να διατηρηθεί.
Αυτή η στάση βασίζεται σε μια ψευδαίσθηση – ότι το αμερικανικό εμπόριο μπορεί να αντικατασταθεί εύκολα από άλλες αγορές, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι κάποιοι αποδίδουν τη συμφωνία εξολοκλήρου στον Trump, θεωρώντας πως πρόκειται για ένα προσωρινό «λάθος» που θα διορθωθεί όταν επιστρέψει ένας Δημοκρατικός πρόεδρος ή ένας πιο ήπιος Ρεπουμπλικανός.
Μια τέτοια ερμηνεία δείχνει πλήρη άγνοια του πώς διαμορφώθηκε η πολιτική των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια.
Η αλήθεια είναι ότι ο Biden διατήρησε όλους τους δασμούς που είχαν επιβληθεί τόσο από τον Trump όσο και από τον Obama – και σε κάποιες περιπτώσεις τους αύξησε.
Αξίζει να αναρωτηθούμε γιατί δεν υπήρξε αντίστοιχη οργή όταν η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε ισχυρούς εμπορικούς φραγμούς, ή όταν πρόεδροι των ΗΠΑ από το Δημοκρατικό κόμμα έθεσαν σε ισχύ δασμούς.
Γιατί δεν ακούστηκε καμία φωνή όταν η ΕΕ προχωρούσε σε νέες επιβαρύνσεις κατά των αμερικανικών χημικών, αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, αυτοκινήτων ή βιομηχανικού εξοπλισμού;
Ή όταν υιοθετούσε πολιτικές όπως η Ατζέντα 2030, η Νέα Πράσινη Συμφωνία, ο φόρος CO₂ και μια ατελείωτη αλυσίδα υπερ-ρύθμισης;
Ο Mario Draghi ήταν εκείνος που μας υπενθύμισε ότι η ΕΕ επιβάλλει περισσότερους κρυφούς δασμούς στον εαυτό της από όσους επιβάλλουν οι ΗΠΑ.
Κι όμως, η κριτική εστιάζει μονόπλευρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, παραβλέποντας ότι η Ευρώπη έχει επί σειρά ετών διατηρήσει φραγμούς που ζημίωναν τόσο το ελεύθερο εμπόριο όσο και τη δική της ανταγωνιστικότητα.
Σύμφωνα με τον Lacalle, η συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν μια ιδεατή λύση — ήταν όμως η καλύτερη ρεαλιστική επιλογή σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που έχει πάψει εδώ και καιρό να λειτουργεί με όρους ελεύθερης αγοράς.

Ωφέλιμο στη θεωρία

Όπως επισημαίνει ο Lacale, πολλοί υποστηρίζουν ότι, εάν η ΕΕ και άλλες χώρες επιβάλουν εμπορικά εμπόδια, η απάντηση των ΗΠΑ θα πρέπει να είναι η άρση – και όχι η προσθήκη – δασμών.
Αυτό ακούγεται ωφέλιμο στη θεωρία, αλλά δεν λαμβάνει υπόψη τη συνολική γεωπολιτική, νομισματική και εμπορική εικόνα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα χάσουν μόνο στη μεταποίηση και στον ρόλο του δολαρίου λόγω υπερβολικών εμπορικών ελλειμμάτων· θα καταλήξουν επίσης να απορροφούν την υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα άλλων χωρών και να επιδοτούν τα προβλήματα ρευστότητάς τους.
Το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ δεν προέρχεται από ελεύθερη συνεργασία της αγοράς, αλλά σε μεγάλο βαθμό από πολιτικά επιβεβλημένα εμπόδια στις αμερικανικές επιχειρήσεις.
Γι’ αυτό και πολλές χώρες προτιμούν έναν δασμό 15% από την πλήρη άρση των μη δασμολογικών εμποδίων τους.
Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τα σημαντικά δασμολογικά και μη δασμολογικά εμπόδια που έχουν θεσπιστεί ρητά με στόχο τον αποκλεισμό αμερικανικών προϊόντων, τα οποία στη συνέχεια αξιοποιούνται προς όφελος πολιτικά προνομιούχων χωρών – όπως η Τουρκία ή το Μαρόκο σε σχέση με την ΕΕ ή ακόμη και η Κίνα.
Ο αριθμός των τομέων με μηδενικούς δασμούς είναι σαφώς θετικός και ο κατάλογος αναμένεται να αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου.
Η άρση ορισμένων μη δασμολογικών φραγμών της ΕΕ είναι επίσης θετική εξέλιξη και ευθυγραμμίζεται με τις συστάσεις της έκθεσης Draghi.
Με το να αποδέχονται έναν δασμό 15% αντί να καταργήσουν όλα τα μη δασμολογικά εμπόδια, οι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ ουσιαστικά παραδέχονται ότι προτιμούν να πληρώσουν αυτό το κόστος παρά να απεμπολήσουν κανονιστική ισχύ – και αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να αντικατασταθεί ο Αμερικανός καταναλωτής.
Είναι επίσης παραπλανητικό να υποστηρίζεται ότι η αγορά αμερικανικής ενέργειας είναι ακριβότερη από τη ρωσική.
Τέτοια επιχειρήματα φανερώνουν τεράστια προκατάληψη και αντίφαση, ειδικά αν ληφθούν υπόψη οι ευρωπαϊκές εισαγωγές ρεκόρ ρωσικού LNG το 2024.
Η συμφωνία βοηθά στη διαφοροποίηση του εφοδιασμού και ενισχύει την ενεργειακή ασφάλεια σε περιόδους κρίσης.
Ορισμένα μέσα ενημέρωσης έχουν παρερμηνεύσει το σκέλος της συμφωνίας που αφορά τον στρατιωτικό εξοπλισμό.
Είναι ψευδές ότι η συμφωνία απαιτεί από την ΕΕ να αγοράζει αποκλειστικά αμερικανικό στρατιωτικό υλικό.
Πρόκειται για δύο διακριτά ζητήματα και η συμφωνία δεν μειώνει τις επενδύσεις σε ευρωπαϊκές εταιρείες.
Η δέσμευση είναι θετική για τα σχέδια επανεξοπλισμού της ΕΕ και δεν υπονομεύει εγχώρια επενδυτικά έργα.
Οι Ευρωπαίοι κεϋνσιανοί αναλυτές, οι οποίοι σιωπηρά παρακολούθησαν τεράστιες αυξήσεις φόρων και κόστους εργασίας άνω του 50%, δεν μπορούν τώρα να ισχυρίζονται πειστικά ότι ένας δασμός 15% είναι καταστροφικός, όταν μόλις πρόσφατα επέμεναν ότι δασμοί 30% θα είχαν μικρή επίδραση.
Οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις υποδείκνυαν ότι ο αντίκτυπος για την ΕΕ θα ήταν μόλις μεταξύ 0,3% και 0,5% σε ορίζοντα τριετίας.
Η ΕΚΤ και άλλοι θεσμοί χαρακτήρισαν τις επιπτώσεις «διαχειρίσιμες», «ανεκτές» και με χαμηλή επίδραση στον πληθωρισμό.
Η κεϋνσιανή συναίνεση δεν μπορεί από τη μια να λέει ότι οι δασμοί 30% θα έχουν περιορισμένο και ανεκτό αντίκτυπο με ελάχιστο πληθωριστικό αποτέλεσμα, και λίγους μήνες μετά να υποστηρίζει ότι δασμοί 15% θα είναι καταστροφικοί.
Αυτό εξυπηρετεί απλώς τη ρητορική ότι οτιδήποτε συμφωνεί ο Trump είναι εξ ορισμού επιζήμιο.
Η ΕΕ θα μπορούσε να είχε διαπραγματευτεί μηδενικούς δασμούς αν είχε δεχθεί να καταργήσει όλα τα μη δασμολογικά εμπόδια· όμως προτίμησε έναν συμβιβασμό, ώστε να διατηρήσει το μεγαλύτερο μέρος του κανονιστικού της πλαισίου.
Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα αυτό είναι πολύ πιο ευνοϊκό από το να χαθεί το εμπορικό πλεόνασμα και η πρόσβαση στην αγορά των ΗΠΑ.
Συνεπώς, η ΕΕ δεν «χάνει»· αντίθετα, αποδέχεται έναν μικρό δασμό –όπως η Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Νότια Κορέα– επειδή προτιμά να διατηρήσει τα περισσότερα από τα μη δασμολογικά εμπόδιά της, γράφει ο Lacalle και προσθέτει:
«Η πραγματικά καταστροφική εναλλακτική θα ήταν η απώλεια μεριδίου αγοράς προς όφελος άλλων χωρών και η διατήρηση εμποδίων που αναπαράγουν την ευρωπαϊκή οικονομική στασιμότητα – για να μην αναφέρουμε την απώλεια μιας καίριας συμφωνίας στους τομείς της άμυνας, της τεχνολογίας και της ενέργειας.
Όλοι επωφελούνται από συμφωνίες που θεσπίζουν ένα δικαιότερο και πιο ανοικτό εμπορικό πλαίσιο σε σχέση με εκείνο του 2024.
Οι συντηρητικές εκτιμήσεις υπολογίζουν το ετήσιο όφελος για την ΕΕ σε περίπου 150 δισεκατομμύρια ευρώ, εφόσον τηρηθούν οι δεσμεύσεις.
Τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση επωφελούνται από μια συμφωνία που ενισχύει τους εμπορικούς δεσμούς, διορθώνει ένα άνισο εμπορικό έλλειμμα, άρει εμπόδια και αυξάνει τον αριθμό των τομέων με μηδενικούς δασμούς.
Επιπλέον, και οι δύο πλευρές εξασφαλίζουν μια στρατηγική συμμαχία σε άμυνα, ενέργεια και τεχνολογία – χωρίς να περιορίζονται οι επενδύσεις στις εγχώριες βιομηχανίες τους.
Η μόνη πραγματική εναλλακτική ήταν η απουσία συμφωνίας – κάτι που θα κατέστρεφε την οικονομία και το εμπόριο της ΕΕ.
Οι διαπραγματευτές από την ΕΕ και τις ΗΠΑ αναγνώρισαν αυτή την πραγματικότητα και κατάφεραν να καταλήξουν σε μια σημαντική συμφωνία προς όφελος και των δύο πλευρών».

www.bankingnews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.