
HotDoc.History: 1870-1914 – Η μεγάλη κατάκτηση
Πώς άλλαξε ριζικά ο κόσμος σε μόλις 44 χρόνια.
Ο προσδιορισμός μιας συγκεκριμένης χρονολογίας, στην οποία θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε την αρχή της μεγάλης ευρωπαϊκής εξάπλωσης στον 19ο αιώνα, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μέχρι το 1830, τουλάχιστον, ο απόηχος των επαναστάσεων στη Λατινική Αμερική και ο αντίκτυπος από τη διακήρυξη στις ΗΠΑ του Δόγματος Μονρόε, στα 1823,(1) συντηρούσαν την εντύπωση ότι οι υπερπόντιες περιπέτειες δεν ήσαν πλέον προς το συμφέρον των ισχυρών κέντρων οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος στην Ευρώπη. Ο μεγάλος νικητής των ναπολεόντειων πολέμων και ήδη απόλυτος κυρίαρχος των θαλασσών, η Μεγάλη Βρετανία, είχε στρέψει το ενδιαφέρον της από την αναζήτηση νέων κτήσεων και εδαφών προς κατάκτηση στην αναπροσαρμογή στις νέες συνθήκες του εκτός Ευρώπης κόσμου: πρόκειται για την εκστρατεία της Βρετανίας ενάντια στο δουλεμπόριο και από εκεί στην επιβολή κανόνων –κανόνων του Λονδίνου εξυπακούεται– στους ωκεανούς. Ήταν μία κίνηση προπαρασκευαστική για το μέλλον, που δεν προδίκαζε όμως κατακτητικές εξάρσεις. Αξίζει να σταθούμε λίγο σε αυτήν.

«Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος 1904», γραμμένο στα κορμιά ιθαγενών
της γαλλικής υποσαχάριας Αφρική
Το εμπόριο δούλων αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο κεφάλαιο στην πεμπτουσία της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος, που είναι η συσσώρευση κεφαλαίου. Από το 1501 ή 1502, που σημειώθηκε η πρώτη άφιξη Αφρικανών δούλων στα ισπανικά νησιά της Καραϊβικής, και σε διάστημα περίπου τριών αιώνων, δέκα ως δώδεκα εκατομμύρια μαύροι δούλοι μεταφέρθηκαν στις απέναντι ακτές του Ατλαντικού ωκεανού, με ρυθμούς που για πολλές δεκαετίες επιταχύνονταν.(2) Η θνησιμότητα στο ταξίδι και στη δύσκολη προσαρμογή στις νέες συνθήκες έφθανε το ένα προς πέντε, ενώ οι επιδρομές των δουλεμπόρων, λευκών, Αράβων ή Αφρικανών και οι ατελείωτοι πόλεμοι που έγιναν στις ρίζες αυτού του κερδοφόρου ανθρωποκυνηγητού προκάλεσαν αναρίθμητους θανάτους και κράτησαν τον πληθυσμό της Αφρικής σχεδόν στάσιμο σε αιώνες έντονης δημογραφικής ανάπτυξης.
Το δουλεμπόριο άφηνε τεράστια κέρδη και στη θέση των αρχικών δουλεμπόρων, Πορτογάλων και Ισπανών, προστέθηκαν προοδευτικά όλοι οι Ευρωπαίοι, τουλάχιστον όσοι απολάμβαναν διέξοδο στον Ατλαντικό: οι Γάλλοι, οι Βρετανοί, οι Ολλανδοί, οι Δανοί. Το ανθρώπινο εμπόρευμα είχε ανυπολόγιστη προστιθέμενη αξία και γύρω από αυτό αναπτύχθηκαν πιστωτικά ιδρύματα και κερδοφόρες εταιρείες, μερικές από τις οποίες σφράγισαν την ιστορία του καπιταλισμού στη συνέχεια. Τα υπερκέρδη του δουλεμπορίου οικοδομούσαν την ισχύ του καπιταλισμού, ενώ η όλη λειτουργία του συστήματος γιγάντωνε τα οικονομικά κέντρα της Ευρώπης. Αυτά τα κοπάδια ανθρώπων μόλις αποβιβάζονταν στην Αμερική μετατρέπονταν σε δουλική εργατική δύναμη, η οποία έδινε ζωή σε φυτείες εμπορευματικών φυτών, μια μεγάλη παραγωγή που έπαιρνε τον δρόμο για την Ευρώπη: βαμβάκι, ζάχαρη, καπνός, ρούμι έκτιζαν ισχυρούς εμπορικούς οίκους και πολλαπλασίαζαν το εμπορικό κεφάλαιο που είχε επενδυθεί πάνω τους.
Η Αμερικανική επανάσταση προκάλεσε τις πρώτες έντονες συζητήσεις στο ζήτημα της εμπορίας ανθρώπων. Η Γαλλική επανάσταση που ακολούθησε βάθυνε τις αμφιβολίες ως προς την οικονομική, πολιτική και ηθική διάσταση του ζητήματος. Οι ριζοσπάστες του Παρισιού βρέθηκαν στο πλευρό των εξεγερμένων δούλων, που ζητούσαν την ελευθερία τους στις αποικίες (Αϊτή). Η γρήγορη επέκταση της μισθωτής εργασίας είχε, στο μεταξύ, κρίνει τις ισορροπίες: η καπιταλιστική ανάπτυξη, στη βιομηχανική της πλέον εκδοχή, θα γινόταν με μισθωτούς και όχι με δούλους.(3) Στα 1792 η Δανία καταδίκασε το εμπόριο ανθρώπων και το 1803 το απαγόρευσε, ανοίγοντας τον δρόμο για τους υπόλοιπους. Η Βρετανία, στη συνέχεια, ανέλαβε να κάνει το ζήτημα του δουλεμπορίου πρώτο κεφάλαιο της νέας τάξης του κόσμου που η νέα της ισχύς υπαγόρευε.
Η Πράξη για το Δουλεμπόριο (Slave Trade Act) του 1807 υπαγορεύτηκε ίσως από λόγους «τακτικής», στο γενικό πλαίσιο των ναπολεόντειων πολέμων. Το Λονδίνο ήθελε να υπονομεύσει την οικονομία της «φυτείας», που εξυπηρετούσε Ισπανούς και Αμερικανούς γαιοκτήμονες και τους χρηματιστές της Νέας Υόρκης και του Άμστερνταμ. Το στρατηγικό όμως διακύβευμα ήταν ο έλεγχος των θαλασσών. Το βρετανικό ναυτικό αποκτούσε ένα «ηθικό» έρεισμα, πάνω στο οποίο μπορούσε να στηρίξει θεσμικά το δικαίωμά του σε οτιδήποτε έπλεε στους ωκεανούς ολόκληρου του κόσμου. Αυτό το νέο δικαίωμά του το επέβαλε με αποφασιστικότητα. Ανάμεσα στα 1807 και στα μέσα του 19ου αιώνα το βασιλικό ναυτικό κατέσχεσε περίπου 1.600 πλοία όλων των σημαιών, αιχμαλώτισε, δίκασε και φυλάκισε τα πληρώματά τους ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους και απελευθέρωσε 150.000 δούλους. Παράλληλα η Βρετανία απέκτησε το δικαίωμα επέμβασης και κατοχής σε οποιοδήποτε σημείο της γης, με επιχείρημα τη δίωξη της δουλείας. Οι πορτογαλικές κτήσεις στις αφρικανικές ακτές πλήρωσαν πρώτες το τίμημα και υποχρεώθηκαν να συνταυτιστούν απόλυτα με τα βρετανικά συμφέροντα και επιδιώξεις.

Σε διάστημα περίπου 50 χρόνων το ναυτικό απελευθέρωσε 150.000 δούλους,
παρέχοντας παράλληλα στη Βρετανία το δικαίωμα επέμβασης σε
οποιοδήποτε σημείο της γης. Απελευθερωμένοι σκλάβοι από την ανατολική
Αφρική στο κατάστρωμα του πολεμικού «Daphne»
Η βρετανική στρατηγική στις θάλασσες προετοίμαζε το έδαφος για τη μεγάλη κατάκτηση, δημιουργώντας ένα «πολιτιστικό» και «ηθικό» άλλοθι για την κυριαρχική επέμβαση των Ευρωπαίων. Πολύ γρήγορα βρήκε μιμητές. Η υπόθεση της δουλείας ήταν κεντρική στον πυρήνα των επιχειρημάτων που επιστράτευσε η Γαλλία για να ξεκινήσει τη στρατιωτική κατάκτηση της Αλγερίας στα 1830. Δεν επρόκειτο ακόμη για το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός. Το Αλγέρι βρισκόταν κοντά στη Γαλλία, στις απέναντι ακτές της στενής Μεσογείου. Πολλές φορές, εξάλλου, στα παλαιότερα χρόνια, Ευρωπαίοι ηγεμόνες είχαν εκστρατεύσει στις ακτές της βόρειας Αφρικής και είχαν πρόσκαιρα κατακτήσει μικρούς θύλακες εκεί. Η κίνηση της Γαλλίας όμως είχε οπωσδήποτε τη σημασία της. Ήταν η πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια, που μία ευρωπαϊκή δύναμη επεδίωκε οργανωμένα την απόκτηση υπερπόντιων αποικιών, πρακτική που πολλοί πίστευαν ότι είχε ολοκληρωθεί στα χρόνια της αμερικανικής επανάστασης και που είχε αντιστραφεί στα χρόνια των αντιαποικιακών εξεγέρσεων στη Λατινική Αμερική. Η συγκυρία ήταν εξάλλου πολλαπλά σημαδιακή. Μόλις δύο χρόνια νωρίτερα γαλλικά στρατεύματα είχαν σταλεί στην Ελλάδα(4) για να περιστείλουν τις δραστηριότητες των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ και να επιβάλουν τους όρους των Δυνάμεων στην Υψηλή Πύλη.(5)
Η κατάκτηση της Αλγερίας δημιουργούσε οπωσδήποτε μία νέα κατάσταση, χωρίς να μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι άνοιξε τον δρόμο στο τελευταίο τεράστιο κύμα του ευρωπαϊκού αποικισμού. Ακολούθησε εξάλλου μία περίοδος στασιμότητας, η Μεγάλη Βρετανία οργάνωνε τις θάλασσες, ενώ στις ηπειρωτικές δυνάμεις της Ευρώπης η αστική τάξη μεθοδικά ολοκλήρωνε την πορεία της προς την πολιτική κυριαρχία. Υπήρχαν εξάλλου σοβαρές εκκρεμότητες: η ανάσχεση της φιλόδοξης και εξαιρετικά ισχυρής, μετά τη νίκη επί του Ναπολέοντα, Ρωσίας έγινε δυνατή μόλις στα 1854, στον πόλεμο της Κριμαίας. Ταυτόχρονα, διπλωματικές και στρατιωτικές συγκρούσεις διαμόρφωναν νέο χάρτη για την παλαιά ήπειρο. Η Ιταλία ολοκλήρωσε την ενοποίησή της στα 1870, ενώ την ίδια χρονιά η γερμανική ενοποίηση σφραγίστηκε με τον σύντομο γερμανογαλλικό πόλεμο που επέτρεψε στον κάιζερ Γουλιέλμο να στεφθεί αυτοκράτορας και νικητής στο γεμάτο συμβολισμούς Παρίσι. Στα 1871 η Ευρώπη είχε σταθεροποιηθεί. Η κατάκτηση του κόσμου μπορούσε πλέον να ξεκινήσει.
***
Ακόμα, στους καιρούς της προετοιμασίας, όταν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ήσαν απασχολημένες με το εσωτερικό της ηπείρου, οι σχεδιασμοί για επέκταση δεν σταμάτησαν. Η περιέργεια για όσα υπάρχουν, ή μπορεί να υπάρχουν πέρα από τον γνωστό κόσμο, εκδηλωνόταν σε σοφούς και κυβερνήτες. Οι μηχανές, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους ανθρώπους μακριά, ήταν το πρώτο ζητούμενο από τους εφευρέτες. Οι άτλαντες, οι υδρόγειες σφαίρες πολλαπλασιάζονταν στα σχολεία, στα γραφεία των πολιτικών, των στρατιωτικών, αλλά και των ανθρώπων του χρήματος, των επιχειρηματιών και κεφαλαιούχων. Σε αυτές τις απεικονίσεις του κόσμου, το γκρίζο χρώμα των «μη χαρτογραφημένων εισέτι περιοχών» φάνταζε ως ανοικτή πρόκληση.

Το κατάλυμα που χρησιμοποίησε ο Γάλλος Καγιέ όταν έφτασε στο
Τιμπουκτού το 1828. (Μεταγενέστερη καρτ-ποστάλ)
Η προδιάθεση για επέκταση υπήρχε, ο ατμός, η βιομηχανική επανάσταση, έδωσε τις πρώτες απαραίτητες υποδομές, τα εργαλεία αν θέλετε. Η εμφάνιση της ατμομηχανής, που θα μπορούσε να κινήσει ενάντια στο ρεύμα τα πλοιάρια με τα οποία οι τολμηροί θα ανέβαιναν τον ρου των ποταμών που οδηγούσαν στην άγνωστη ενδοχώρα, ήταν περίπου ένα «θείο δώρο». Αν οι γνώσεις πολλαπλασιάζονταν, η ξέφρενη δράση αργούσε. Περίμενε μάλλον τη διαμόρφωση των κατάλληλων συγκυριών στο οικονομικό και πολιτικό τοπίο της καπιταλιστικής Ευρώπης.
Το έναυσμα που ξεκίνησε την ξέφρενη φυγή των ευρωπαϊκών δυνάμεων προς τα εμπρός είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Η πιο λογική υπόθεση είναι ότι πρόκειται για τη συνέπεια, για το νόμιμο τέκνο μιας καπιταλιστικής κρίσης. Της γνωστής –ειδικά στις ημέρες μας όπου η ενασχόληση με τις καπιταλιστικές κρίσεις έχει γίνει είδος καθημερινής κατανάλωσης– ως κρίση του 1873.
Η κρίση του 1873 χαρακτηρίστηκε από πτώση των ποσοστών απόδοσης του επενδυμένου κεφαλαίου. Για να το πούμε απλά, ο τρόπος με τον οποίο το επενδυμένο κεφάλαιο εκμεταλλευόταν την εργασία και παρήγαγε αγαθά έδειχνε να λαχανιάζει, να μην αποδίδει εκείνα που το ίδιο θεωρούσε πρέποντα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αυτονόητη αντίδραση των κεφαλαιούχων είναι η επέκταση, το ξεπέρασμα του αδιεξόδου μέσα από νέες μεθόδους εκμετάλλευσης της εργασίας, νέες παραγωγικές δραστηριότητες, νέα δίκτυα «αγορών», νέες πηγές πλούτου. Η κρίση του 1873, που βρήκε τον καπιταλισμό στην πιο δυναμική φάση της βιομηχανικής ανόδου του, ξεδίπλωσε την επεκτατική του διάθεση σε όλα τα προαναφερθέντα πεδία. Στην τεχνολογία, στην ποιοτική και ποσοτική επέκταση της εκμετάλλευσης της εργασίας και στη –σημείο που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα– εξάπλωση των δικτύων της καπιταλιστικής οικονομικής δραστηριότητας ως τα τελευταία όρια: τα γεωγραφικά, για να ξεκινήσουμε – και αυτό σήμαινε κατάκτηση του κόσμου. Αυτή μόνο ένα σύστημα δυνάμεων μπορούσε στη φάση αυτή της ιστορίας της ανθρωπότητας να την υλοποιήσει: το ευρωπαϊκό σύστημα. Κι έτσι ξεκίνησε η πλημμυρίδα…
Το 1896
Καθώς τελείωνε η δεκαετία του 1860-1870, πολλές από τις ευρωπαϊκές εκκρεμότητες έδειχναν να βρίσκουν τη λύση τους. Μόλις είχε αποδειχθεί εξάλλου ότι η γηραιά ήπειρος μπορούσε να αντέξει βαθύτατες αλλαγές και προσαρμογές στον πολιτικό χάρτη της. Η εμφάνιση της ενιαίας Γερμανίας, δυναμικής σφήνας ανάμεσα στον αγγλικό Ατλαντικό ωκεανό, τη φιλόδοξη Γαλλία και την αχανή και παντοδύναμη Ρωσία είχε γίνει περίπου αποδεκτή ή, τέλος πάντων, θα γινόταν απόλυτα αποδεκτή μετά το Σεντάν,(6) τον επόμενο χρόνο. Η αντίστοιχη εμφάνιση της Ιταλίας μάλλον αφορούσε τους γείτονές της και τις ισορροπίες στη Μεσόγειο παρά τον σκληρό πυρήνα του ευρωπαϊκού συστήματος. Ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος είχε ολοκληρωθεί και, παρά τις ανησυχίες σε μερικές πρωτεύουσες της Ευρώπης, το τεράστιο δυναμικό του ισχυρού αυτού κράτους στράφηκε προς έναν εσωτερικό αποικισμό, την κατάκτηση της Δύσης, πράγμα που δεν ενόχλησε, αν εξαιρέσουμε την τυχοδιωκτική περιπέτεια των Γάλλων στο Μεξικό, την ευρωπαϊκή δραστηριότητα στις υπόλοιπες περιοχές του πλανήτη. Η ευρωπαϊκή επέκταση μπορούσε λοιπόν να ξεκινήσει.
Στην προσπάθεια να προσδιορίσουμε τους ρυθμούς και τα μεγέθη θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από το 1869. Το έτος αυτό είδε την ολοκλήρωση ενός μεγάλου τεχνικού έργου, το οποίο με τον τρόπο του προϊδέαζε το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για όσα υπήρχαν μακριά από τη γηραιά ήπειρο. Τα εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ στην Αίγυπτο γιορτάστηκαν με μεγαλοπρέπεια. Παραβρέθηκαν σε αυτά εκπρόσωποι τόσο της παλαιάς τάξης πραγμάτων όσο και της νέας. Με επικεφαλής την αυτοκράτειρα Ευγενία, σύζυγο του Ναπολέοντα Γ΄, πλήθος αριστοκρατών παλαιάς κοπής έσπευσαν να προσδώσουν αυτοκρατορική μεγαλοπρέπεια στο γεγονός. Μαζί τους όμως έσπευσαν και πολυάριθμοι νέοι ισχυροί: τραπεζίτες, κατασκευαστές, επιχειρηματίες, μεγαλέμποροι και βιομήχανοι. Η όπερα «Αΐντα» του Ιταλού Τζουζέπε Βέρντι κάλυψε με τους ήχους της αυτήν τη λαμπρή συνεύρεση που ήταν ταυτόχρονα και άμεση προφητεία για το μέλλον του κόσμου: οι Ευρωπαίοι πίστευαν στους δρόμους που οδηγούσαν μακριά και γι’ αυτό επένδυαν στους άξονες της κατάκτησης του κόσμου.
Εκτός από τη διώρυγα, πλήθος προπαρασκευαστικών κινήσεων βρίσκονταν σε εξέλιξη προς αυτή την κατεύθυνση. Επίσημες, ημιεπίσημες ή ανεπίσημες αποστολές ξεκινούσαν από όλες τις σημαντικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, για να εξερευνήσουν όλα τα σκοτεινά σημεία στην υδρόγειο σφαίρα. Το επάγγελμα του εξερευνητή ήταν πολύ δημοφιλές στα χρόνια εκείνα, οι «γεωγραφικές εταιρείες» ήσαν κεντρικό, όσο και απαραίτητο κόσμημα κάθε ισχυρής πρωτεύουσας. Λέσχες –το ξέρουμε και από τον Φιλέα Φογκ στο ταξίδι του των ογδόντα ημερών–, σωματεία, ιδρύματα και προπαντός εφημερίδες ήταν πάντοτε πρόθυμα να συνδράμουν και ποικιλότροπα να ενθαρρύνουν και να ενισχύσουν «εξερευνήσεις» εκεί όπου υπήρχε «γκρίζα ζώνη» στους χάρτες. Οι ανταποκρίσεις, τα αναγνώσματα, οι περιπέτειες, πραγματικές ή φανταστικές, των ανταποκριτών των εφημερίδων, που συνόδευαν τις αποστολές αυτές, έδιναν ζωή στα καθημερινά φύλλα και ανέβαζαν τα κέρδη των ιδιοκτητών τους, των μεγιστάνων του πλούτου.
Στη συνέχεια, αυτοί οι τελευταίοι μπορούσαν να πιέσουν τις εκάστοτε κυβερνήσεις, για λογαριασμό αυτών των ιδίων ή των κεφαλαιούχων με τους οποίους συνδέονταν στενά, για την ευθύνη που έπρεπε να επιδειχθεί σε αυτές τις περιοχές που μόλις είχαν ανακαλύψει οι τολμηροί και τις οποίες είχε αδικήσει ο Θεός όταν μοίραζε τα αγαθά του πολιτισμού. Στην περίπτωση που οι κυβερνήσεις δεν επεδείκνυαν την αναμενόμενη ευαισθησία οι εκδότες ήξεραν να διαχειριστούν την «κοινή γνώμη» και να δημιουργήσουν κύματα συγκίνησης για «αναξιοπαθούντες σκλάβους», ή ποιος ξέρει τι άλλο, και να πιέσουν με τον τρόπο που μπορούσαν πλέον να πιέσουν στις μεγαλουπόλεις, τα κινήματα των αστών.
Οι τολμηροί προηγούνταν: στα 1828 ο Γάλλος Καγιέ έφθασε στο Τομπουκτού, εκεί όπου έφταναν τα καραβάνια από τις αφρικανικές ακτές της Μεσογείου. Στα 1865 ο ιεραπόστολος Λίβινγκστον διέσχισε την περιοχή του ποταμού Ζαμβέζη. Ο Βρετανός Στάνλεϊ, με χρηματοδότηση των εκδοτών της αμερικανικής εφημερίδας «Κήρυκας της Νέας Υόρκης» (New York Herald), ρίχτηκε στην περιπέτεια για την ανακάλυψη των πηγών του Νείλου. Λίγα χρόνια αργότερα, βρέθηκε στον Ατλαντικό κατεβαίνοντας τον ποταμό Κόγκο. Γερμανοί, Γάλλοι, Βέλγοι, δημοσιογράφοι, αξιωματικοί, ιερείς και ιεραπόστολοι μετέτρεψαν τις «γκρίζες ζώνες» σε «αξιοποιήσιμες περιοχές». Οι υπόλοιποι μπορούσαν πλέον να έρθουν.
***
Στην Αφρική, στα 1869, οι Ευρωπαίοι βρίσκονταν μόνο στο προαύλιο. Οι Γάλλοι κατείχαν ένα μέρος της σημερινής Αλγερίας και τις ακτές της Σενεγάλης. Οι Βρετανοί κατείχαν ασύνδετα μεταξύ τους σημεία στις ακτές της Γκάμπια, της Σιέρρα Λεόνε και της Χρυσής Ακτής, καθώς και την αποικία του Ακρωτηρίου, στη νότια άκρη της ηπείρου. Οι Ισπανοί, ως κληρονομιά από προγενέστερους αιώνες δόξας, κατείχαν δύο μικρά νησιά στον κόλπο της Γουινέας, το Φερνάντο Πο και μικρές κτήσεις στις απέναντι ακτές της Γουινέας, ενώ οι Πορτογάλοι την αποικία της Αγκόλα, τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου και μερικούς σταθμούς εμπορίου στη Μοζαμβίκη. Στον Ινδικό ωκεανό οι Βρετανοί και οι Γάλλοι κρατούσαν μερικά νησιά και σταθμούς εμπορίου στις ακτές της Μαδαγασκάρης. Αυτά αφορούσαν όμως τις ακτές. Το εσωτερικό παρέμενε άγνωστο και ως εκ τούτου ελεύθερο. Η ενδοχώρα, ακόμα και η νησιωτική στην περίπτωση των μεγάλων νησιών όπως η Μαδαγασκάρη, όχι μόνο δεν είχε κατακτηθεί, αλλά επιπλέον αποτυπωνόταν ακόμη ως ανεξερεύνητη «γκρίζα ζώνη» στους χάρτες.
Η κατάσταση δεν ήταν διαφορετική στην Ασία, αν και στην εδώ περίπτωση οι αρχαίοι εγχώριοι πολιτισμοί επέτρεπαν πολύ καλύτερη γνωριμία με το εσωτερικό της αχανούς ηπείρου. Φυσικά η Ινδία, ή τουλάχιστον ο κύριος όγκος της, αποτελούσε ήδη τη σπουδαιότερη αποικία του βρετανικού στέμματος. Μερικές ζώνες της βρίσκονταν κάτω από άμεση βρετανική αποικιακή διοίκηση, το μεγαλύτερο όμως μέρος αποτελούνταν από ημιανεξάρτητες ή και ουσιαστικά ανεξάρτητες ηγεμονίες και κρατίδια, τα οποία κρατούσε υπό τον έλεγχό της η διπλωματία μάλλον παρά η στρατιωτική παρουσία και η πολιτική διοίκηση. Στις ακτές της χερσονήσου βρίσκονταν μερικοί εμπορικοί σταθμοί κάτω από γαλλική (Ποντισερί, Μαχέ, Γιαναόν κ.λπ.) ή πορτογαλική (Γκόα) διοίκηση. Οι Γάλλοι κατείχαν επίσης ένα πρώτο προγεφύρωμα στην Ινδοκίνα – κληροδότημα των φιλόδοξων, αν και ημιτελών, σχεδίων του Ναπολέοντα Γ.

Το 1869 ολοκληρώθηκε ένα μεγάλο τεχνικό έργο που προϊδέαζε για το
ευρωπαϊκό ενδιαφέρον σχετικά με όσα υπήρχαν μακριά από τη γηραιά
ήπειρο. Τα εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ στην Αίγυπτο γιορτάστηκαν με
μεγαλοπρέπεια. Με επικεφαλής τη Γαλλίδα αυτοκράτειρα Ευγενία,
παραβρέθηκαν εκπρόσωποι της παλαιάς και της νέας τάξης πραγμάτων
καθώς και πλήθος αριστοκρατών παλαιάς κοπής
Στον μακρινό Βορρά, οι Ρώσοι βρίσκονταν στα 1860 στο Βλαδιβοστόκ κυριαρχώντας σε οτιδήποτε υπήρχε ενδιάμεσα, σε ολόκληρη τη βόρεια Ασία δηλαδή. Ο αναπροσανατολισμός των επεκτατικών σχεδίων έβλεπε προς τον Νότο, σε οτιδήποτε βρισκόταν ανάμεσα στην κυριαρχία του τσάρου και την αντίστοιχη του βρετανικού στέμματος. Στον Ειρηνικό οι Ισπανοί κατείχαν ακόμα τις Φιλιππίνες και οι Ολλανδοί το Μεγάλο Αρχιπέλαγος, που αργότερα θα ονομαζόταν συνοπτικά Ινδονησία. Οι Πορτογάλοι από την παλαιά δόξα είχαν κρατήσει το Ανατολικό Τιμόρ, ενώ Γάλλοι και Βρετανοί άπλωναν την εξουσία τους σε διάφορα συμπλέγματα μικρών νησιών που μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα οι εξερευνητές τους είχαν ανακαλύψει. Οι Βρετανοί βρίσκονταν στη Σιγκαπούρη από το 1819 και από το 1824 την είχαν μετατρέψει σε εμπορική και ναυτική βάση. Η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία ήταν επίσης δικές τους
κτήσεις.
Στην αμερικανική ήπειρο, το δόγμα Μονρόε που διακήρυξαν οι ΗΠΑ στα 1823, για να εμποδίσουν την αντίδραση των ευρωπαϊκών δυνάμεων στο επαναστατικό – αντιαποικιακό κίνημα του 1821 που σάρωσε την ισπανική κυριαρχία, είχε ισχύ μόνο για τις μετέπειτα εξελίξεις. Βρετανοί, Γάλλοι και Ολλανδοί διατήρησαν έτσι τις αποικιακές θέσεις τους στην Καραϊβική ή στις απέναντι ακτές της κεντρικής Αμερικής. Στο βόρειο τμήμα της ίδιας ηπείρου, ο Καναδάς ανήκε πάντοτε στους Βρετανούς, όπως στον 18ο αιώνα. Ήταν μία αμφιλεγόμενη επιτυχία η διατήρησή του. Μετά τον πόλεμο του 1812 μεταξύ των ΗΠΑ και της Βρετανίας έγινε σαφές ότι η πρώτη, ανερχόμενη δύναμη, κατείχε ένα απόλυτο στρατηγικό όπλο απέναντι στη γηραιά δεύτερη: την ομηρία του Καναδά.
Τα χερσαία σύνορα του τελευταίου με τις ΗΠΑ ήταν αδύνατο να καλυφθούν στρατιωτικά από τη Βρετανία σε μία ενδεχόμενη σύρραξη και έτσι έγινε αποδεκτό ότι οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ αυτών των δυνάμεων θα αφαιρούσε τον Καναδά από την εξουσία του Στέμματος. Επρόκειτο για βαρύ τίμημα, όμως καμία βρετανική κυβέρνηση δεν αποτόλμησε να δοκιμάσει την τύχη της πάνω σε αυτό. Με άλλα λόγια, ετούτη η κατάσταση σήμαινε ότι η ανάπτυξη των ΗΠΑ, στον εύθραυστο γι’ αυτές 19ο αιώνα, θα γινόταν χωρίς ενόχληση από τη μόνη ευρωπαϊκή δύναμη που θα μπορούσε να αντιδράσει σε αυτήν: την κυρίαρχο των θαλασσών Βρετανία. Σε αυτά τα βόρεια σύνορα το δόγμα Μονρόε απέκτησε την υλική του υπόσταση, κρατώντας τις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ, Βρετανίας και Ευρώπης σε αναγκαστική ισορροπία.
Η οικονομική «δέσμευση»
Η ευρωπαϊκή παρουσία στα 1869 δεν τελείωνε όμως εκεί όπου οι τελείωναν οι κτήσεις, οι αποικίες, οι θέσεις και οι σταθμοί των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο ήταν ενίοτε σε θέση από μόνο του να κατακτά τον κόσμο χωρίς να έχει άμεση ανάγκη από τους στρατούς και τους στόλους των μητροπόλεων. Το μεγάλο κύμα της τελευταίας ευρωπαϊκής αποικιακής εξάπλωσης «προαναγγέλθηκε», αν μπορούμε να το ορίσουμε έτσι, με ένα είδος οικονομικής κατάκτησης. Στη βόρεια πλευρά της Αφρικής, δύο ισχυρές ηγεμονίες βρέθηκαν σε κατάσταση ομηρίας μέσα από την προοδευτική εξάρτησή τους από ευρωπαϊκά δάνεια, από Γάλλους και Βρετανούς τραπεζίτες: πρόκειται για την Αίγυπτο και την Τυνησία. Η αδυναμία τους να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των δανειστών τούς στέρησε, σε μεγάλο βαθμό, την πολιτική κυριαρχία και ανεξαρτησία τους. Από αυτό το σημείο ως την επίσημη υποβάθμισή τους σε καθεστώς αποικίας το βήμα ήταν μικρό και μόνο η έκταση και ο πληθυσμός επέτρεψε στην Αίγυπτο να διατηρήσει, το επόμενο διάστημα, κάποια μορφή εθνικής διακυβέρνησης – «υπό προστασία» πάντοτε και αυστηρό έλεγχο.
Ανάλογες «οικονομικές» παρεμβάσεις έγιναν σε χώρες με ισχυρή κρατική συγκρότηση, όπου η απευθείας «αποικιοποίηση» παρουσιαζόταν δύσκολη. Η Κίνα υποχρεώθηκε να «ανοίξει» τις πύλες στις ξένες «αγορές» στα 1842, η Ιαπωνία στα 1854, το Σιάμ (Ταϊλάνδη) στα 1855.
Ο αποικιακός κόσμος στα 1913
Από το 1869 ως το 1913 η χρονική απόσταση ήταν μόλις 44 χρόνια. Αποδείχθηκαν αρκετά για να αλλάξει ριζικά ο πολιτικός χάρτης του κόσμου. Οι γκρίζες ζώνες είχαν δραματικά περιοριστεί, τα μόνα μεγάλα κενά, για λίγο, βρίσκονταν στους πόλους της γης, στην Ανταρκτική ιδιαίτερα, που μόλις είχε πάρει το μερίδιο της σε αίμα ανθρώπων.(7) Εκτός από την έλλειψη κενών, η άλλη εντυπωσιακή τροποποίηση ήταν τα χρώματα των ελεύθερων χωρών, όσων δηλαδή διατηρούσαν μία ανεξάρτητη πολιτικά εξουσία. Το κεντρικό χαρακτηριστικό του νέου χάρτη ήταν ο άμεσος διοικητικός έλεγχος ολόκληρων ηπείρων πλέον από τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις.
Στην Αφρική, για ν’ αρχίσουμε από μία ήπειρο που στο μεγάλο της μέρος η ανακάλυψη ήρθε μαζί σχεδόν με την κατάκτηση, μόνο η Αυτοκρατορία της Αιθιοπίας και η μικρή Δημοκρατία της Λιβερίας διατηρούσαν πλέον κάποια «εξαρτημένη» ανεξαρτησία. Η πρώτη όφειλε την παράταση του ανεξάρτητου βίου της στη στρατιωτική επικράτηση ενάντια σε μία ιταλική στρατιά στα 1896, στη μάχη της Άντουα, η δεύτερη στις ειδικές σχέσεις της με τις ΗΠΑ ή μάλλον με τους μαύρους πρώην δούλους των τελευταίων. Όλη πάντως η υπόλοιπη Αφρική είχε μοιραστεί ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις που την θεωρούσαν νόμιμη ιδιοκτησία τους. Η Γαλλική αποικιακή Αυτοκρατορία κατείχε τις βορειοαφρικανικές ακτές της Μεσογείου, από την Τυνησία ως το Μαρόκο. Η εξουσία της διέσχιζε τη Σαχάρα και είχε απλωθεί στην υποσαχάρια Αφρική, δημιουργώντας μια συμπαγή εξουσία από τις ακτές του Ατλαντικού ως τις πύλες του Σουδάν και από την έρημο ως τις ζούγκλες του Ισημερινού. Μεγάλες διοικητικές διαιρέσεις ομαδοποιούσαν αυθαίρετα εδάφη, φυλές, λαούς: η Δυτική Γαλλική Αφρική,(8) η Γαλλική Αφρική του Ισημερινού, από το Τσαντ και τα νότια σύνορα της Λιβύης ως το Καμερούν και το Κονγκό στις ακτές του Ατλαντικού,(9) με τον τρόπο που μία σημερινή επιχείρηση πετρελαίου αποκτά αποκλειστικά δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης σε μία εδαφική ζώνη της γης. Η πολύ μεγαλύτερη Αγγλία είχε ολοκληρώσει την κατάκτηση της Νιγηρίας, του Σουδάν, όλων των επιμέρους τμημάτων της Νότιας Αφρικής και τμήματος των ακτών του Ινδικού, τμήματος της Σομαλίας όπως και της Κένυας με την ενδοχώρα της ως τα σύνορα του Βελγικού Κονγκό. Στη δυτική πλευρά πρόσθετε τη Γουινέα και τη Χρυσή Ακτή (Γκάνα). Η Γερμανία τη σημερινή Ναμίμπια, την Τανζανία, το Τόγκο και το Καμερούν. Η Ιταλία τη Λιβύη, μέρος της Σομαλίας και την Ερυθραία. Η Ισπανία και η Πορτογαλία συμπλήρωναν το πλέγμα της διοικητικής αποικιακής διαίρεσης της Μαύρης Ηπείρου με τις παλιές κτήσεις τους, όπως νωρίτερα σε αυτό το βιβλίο τις συναντήσαμε. Στην Ασία η κατάκτηση ολόκληρης της χερσονήσου της Ινδοκίνας από τη Γαλλία είχε ολοκληρωθεί, ενώ οι Βρετανοί πρόσθεσαν τη Βιρμανία, την ενδοχώρα της Μαλαισίας και ολόκληρο το Αφγανιστάν στην αυτοκρατορία τους. Από τα βόρεια, η Ρωσία ολοκλήρωσε την κατάκτηση του Τουρκμενιστάν, ενώ, στο μεταξύ, στα 1867, πούλησε την υπερβολικά απόμακρη Αλάσκα στις ΗΠΑ.
Στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι μεγάλες –ή οι πιο μικρές– ευρωπαϊκές μητροπόλεις κυβερνούσαν, εκτός από τις χώρες και τους υπηκόους τους, εκτάσεις και πληθυσμούς πολλαπλάσιους της συμβατικής τους εξουσίας. Η Μεγάλη Βρετανία είχε κατακτήσει εκτάσεις εκατόν πέντε φορές μεγαλύτερες του βασιλείου –συμπεριλαμβανομένης τότε και της Ιρλανδίας– και πληθυσμούς σχεδόν οκτώ φορές πιο σημαντικούς. Η Γαλλία είχε προσθέσει εδάφη σχεδόν είκοσι φορές μεγαλύτερα από τη μητρόπολη και άλλη μια Γαλλία ως προς τον πληθυσμό. Το μικρό Βέλγιο κατέκτησε εδάφη ογδόντα φορές μεγαλύτερα από τη μητρόπολη και οι λοιποί ακολουθούσαν. Ήταν ένα ασυνήθιστο είδος κατάκτησης. Οι τοπικοί πληθυσμοί βρίσκονταν στους αντίποδες –ή, έστω, σε μεγάλη απόσταση– από τις τεχνικές, πολιτιστικές, οικονομικές, στρατιωτικές, κοινωνικές και κάθε άλλες προδιαγραφές των κατακτητών τους. Καθώς η κατάκτηση είχε γίνει στο όνομα της «αξιοποίησης» αυτών των ζωνών από το καπιταλιστικό σύστημα, εξυπακούεται ότι οι κατακτημένοι όφειλαν, το ταχύτερο δυνατό μάλιστα, να προσαρμοστούν με τις προδιαγραφές των κατακτητών τους. Ήταν ένα σύστημα υποχρεωτικής «μαθητείας», που θα άφηνε πίσω του απίστευτες μετατροπές και νέες καταστάσεις, ταυτόχρονα όμως πολύ πόνο, καταστροφή, αίμα και δάκρυα. Όπως συμβαίνει σε κάθε κατάκτηση…
* Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Μαργαρίτη «Πλημμυρίδα και Άμπωτη. Ο ευρωπαϊκός 20ός αιώνας» το οποίο αναδημοσιεύουμε με την άδεια του συγγραφέα. Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
** Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #41 του HotDoc.History που κυκλοφόρησε στις 6 Μαΐου 2018. Διατηρούνται οι ιδιότητες των προσώπων όπως είχαν την εποχή της δημοσίευσης.
Παραπομπές
(1) Τον Δεκέμβριο του 1823 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζέιμς Μονρόε διακήρυξε στο Κογκρέσο ότι οι ΗΠΑ θα αντιτάσσονταν στο εξής σε οποιαδήποτε ανάμειξη των ευρωπαϊκών δυνάμεων στις «εσωτερικές υποθέσεις» χωρών του «δυτικού ημισφαιρίου», δηλαδή της αμερικανικής ηπείρου.
(2) Στον 16ο αιώνα υπολογίζεται ότι μετακινήθηκε το 3% του συνόλου των δούλων, στον 17ο αιώνα το 16%, στον 18ο αιώνα λίγο περισσότερο από το 50% και στον 19ο, παρότι από την αρχή του άρχισαν οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί στο εμπόριο δούλων, το 28% του συνόλου.
(3) Η επιλογή αυτή συνδεόταν με οικονομικούς υπολογισμούς περισσότερο και όχι με θεωρητικές, φιλοσοφικές ή πολιτικές αναζητήσεις. Η βιομηχανία είχε ανάγκη την εργατική δύναμη του εργαζόμενου και επιθυμούσε να αγοράζει μόνο αυτή. Δεν υπήρχε ανάγκη να αγοραστεί ολόκληρος ο εργαζόμενος–όπως ακριβώς μία μηχανή–, καθώς σε αυτή την περίπτωση το κόστος της αρχικής επένδυσης μαζί με το κόστος συντήρησης ανέβαζε το επενδυμένο στην εργασία κεφάλαιο. Στην ουσία, ο εργοδότης αναλάμβανε υποχρεώσεις τις οποίες μπορούσε να αποφύγει με την περιστασιακή χρήση της μισθωτής εργασίας.
(4) Αναφορά στην αποστολή γαλλικού εκστρατευτικού σώματος περίπου δέκα χιλιάδων ανδρών στην Πελοπόννησο, κάτω από τη διοίκηση του στρατηγού Μαιζών στα 1828, μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου.
(5) Η παρέμβαση των ΗΠΑ στο ζήτημα της δουλείας ήταν κάτι που πέρασε τότε σχεδόν απαρατήρητο, έθετε όμως υποθήκες για τη συνέχεια. Οι αποστολές του ναυτικού των νεαρών ΗΠΑ στη Μεσόγειο, για περιστολή της πειρατείας και της συνεπακόλουθης δουλείας, έλαβαν χώρα σε εποχές που οι Ευρωπαίοι σπαράσσονταν από τους ναπολεόντειους πολέμους. Στην ελληνική επανάσταση αμερικανικά «κομιτάτα» πρωτοστάτησαν στην εξαγορά και απελευθέρωση αιχμαλωτισμένων Ελλήνων που είχαν πουληθεί στην Αίγυπτο και τη Συρία από τον στρατό του Ιμπραήμ.
(6) Η κυριότερη μάχη του σύντομου Γαλλογερμανικού πολέμου το 1870, όπου ο γαλλικός στρατός ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε ο αυτοκράτορας Ναπολέων Γ΄.
(7) Η αναφορά για το τραγικό τέλος της αποστολής Σκοτ στα 1912.
(8) Περιλάμβανε τα σημερινά κράτη: Μαυριτανία, Μαλί, Δημοκρατία του Νίγηρα, Ακτή Ελεφαντοστού, Σενεγάλη, Γουινέα.
(9) Περιλάμβανε τα σημερινά κράτη Τσαντ, Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής, Γκαμπόν και Κονγκό (Μπραζαβίλ)

Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.