Βαϊμάρη – Η «μεροληψία» μιας ασταθούς δημοκρατίας

HotDoc.History: Βαϊμάρη – Η «μεροληψία» μιας ασταθούς δημοκρατίας
Η άνοδος των ναζί.
Η άνοδος των ναζί. Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο «πραξικοπηματίας της μπιραρίας» έχει πλέον εκτοξευθεί από το περιθωριακό 2,6% του 1928 στο 33%. Ο Χίτλερ ανοίγει την πόρτα της καγκελαρίας στηριγμένος στον θηριώδη πληθωρισμό και στην ανεργία, την εθνική ταπείνωση και τη διαμάχη σοσιαλδημοκρατών – κομμουνιστών.
Γκαίτε «Οι Γερμανοί κάνουν τα πάντα δύσκολα, τόσο για του ίδιους όσο και για όλους τους άλλους» (Gordon A. Craig, The Germans).
Ενώ η δημοκρατία της Βαϊμάρης δημιουργήθηκε για να αποφευχθεί το χειρότερο κακό (εδώ ο κίνδυνος του εμφυλίου ήταν εμφανής), σε μια λογική δηλαδή του «μη χείρον βέλτιστον», στην πορεία φάνηκε να γέρνει προς μια κατεύθυνση και όχι να κρατά την ισορροπία ανάμεσα στις δύο αντιτιθέμενες κινήσεις: του μποσελβικισμού και της ακροδεξιάς. Η ζυγαριά έγειρε προς την ακροδεξιά, αφού ο Έμπερτ από την αρχή σχεδόν οργάνωσε τα Freikorps. Η μεροληψία αυτή θα συνεχίσει καθ’ όλη τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Τα μέτρα κατά των κομμουνιστών θα είναι πιο αυστηρά ενώ για τους ακροδεξιούς θα είναι προσχηματικά.(1) Έτσι, ενώ η «κομμουνιστική» επανάσταση του 1918-19 κατεπνίγη στο αίμα, στο στρατιωτικό πραξικόπημα του Μαρτίου του 1920, «το πραξικόπημα των 100 ωρών», ο στρατός κρατάει αμφιλεγόμενη στάση και είναι η απεργία διαρκείας που κηρύσσουν τα συνδικάτα αυτή η οποία παραλύει τη χώρα και οδηγεί στην αποτυχία του πραξικοπήματος. Ομοίως, οι «κομμουνιστικές» εξεγέρσεις του Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 1923 σε διάφορες περιοχές της Γερμανίας και η εγκαθίδρυση επαναστατικών κυβερνήσεων θα καταπνιγούν τελικά στο αίμα από τον στρατό με φοβερή αγριότητα. Αντιθέτως, το πραξικόπημα «της μπιραρίας» του Χίτλερ τον Νοέμβριο θα αντιμετωπιστεί με πολύ μεγαλύτερη ηπιότητα και ο ίδιος ο Χίτλερ θα καταδικαστεί σε μόλις πέντε χρόνια φυλακή, θα μείνει δε έγκλειστος μόνο για εννέα μήνες. Ο Χίτλερ ξεκίνησε την πολιτική καριέρα του ως κατάσκοπος του στρατού στις συγκεντρώσεις του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος, για να ελέγξει τον νέο αυτό πολιτικό σχηματισμό. Μέσα σε λίγες εβδομάδες γίνεται ενεργό μέλος και μέσα σε τέσσερις μήνες το κόμμα μετονομάζεται σε Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανών Εργατών (NSDAP).
Ως συνέπεια των παραπάνω δεν θα μπορούσε να μην έρθει μεγαλύτερη διχόνοια και η εκδήλωσή της να είναι ακόμα πιο βίαιη κι από τις δυο πλευρές, αν και οι αριστεροί συνασπισμοί δημιουργήθηκαν κυρίως για αμυντική δράση, δεδομένου ότι η ακροδεξιά είχε συστήσει τα παραστρατιωτικά της σώματα πολύ νωρίτερα χρονικά. Άλλωστε, όπως διαφάνηκε αργότερα, οι ναζί όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης αλλά βοηθήθηκαν αρκετά. Οι δε φυλακίσεις και τα μέτρα εναντίον τους αποδείχθηκαν μόνο προσχήματα. Τον Απρίλιο του 1932 κι ενώ τα SA/SS διαλύθηκαν με προεδρικό διάταγμα, η «Βαϊμάρη» προέβη και στην κατάργηση των αθεϊστικών συνδέσμων των κομουνιστών, σε μια κίνηση που οδήγησε μάλλον στον συμψηφισμό των δύο αυτών στο μυαλό των ανθρώπων. Βέβαια μέσα στην ίδια χρονιά, μόνο λίγους μήνες αργότερα, η απαγόρευση των SA/SS ανακλήθηκε χωρίς να γίνει το ίδιο και για τους κομουνιστές.
Παράλληλα, οι εδαφικοί (παραχωρήσεις εδαφών στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στη Δανία και την Πολωνία), στρατιωτικοί (περιορισμοί στις δυνάμεις του υλικού πολέμου και του γερμανικού στρατού, αποστρατικοποίηση της Ρηνανίας) και οικονομικοί όροι (το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων) που προέβλεπε η Συνθήκη των Βερσαλλιών ήταν ιδιαίτερα επαχθείς για τη Γερμανία. Υπήρξε ζωηρή αντίδραση στη Γερμανία, και στην αρχή η γερμανική κυβέρνηση αντιτάχθηκε, στο τέλος όμως αναγκάστηκε να την αποδεχτεί.
Η περίοδος 1918-1923 ήταν ιδιαίτερα ταραγμένη στη Γερμανία [για το επαναστατικό κίνημα εκείνης της περιόδου ευρύτερα βλέπε και Γκρούμπερ Χέλμουτ, Επανάσταση στην Ευρώπη (1917-1923) που αφορά βεβαίως κυρίως τη Γερμανία και τη Ρωσία αλλά και άλλες χώρες όπως η Ιταλία] διότι πέρα από την επαναστατική κρίση υπήρξε και επιδεινωνόταν η οικονομική κρίση. Τον Ιανουάριο του 1923, γαλλικά στρατεύματα προχωρούν στην κατάληψη της περιοχής του Ρουρ με τη δικαιολογία ότι η Γερμανία έχει αθετήσει όσα είχε υποσχεθεί όσον αφορά το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων. Η Γερμανία απαντά με «παθητική αντίσταση», αρνείται δηλαδή να συμμορφωθεί, κάτι το οποίο προκαλεί περαιτέρω επιδείνωση της οικονομίας και νέες πολιτικές ταραχές (εγκαθίδρυση κυβερνήσεων της αριστεράς στη Σαξονία και τη Θουριγγία, οργάνωση κομμουνιστικής επανάστασης στο Αμβούργο) τις οποίες καταστέλλει, συντρίβοντάς τες, ο στρατός.
Ήδη από το 1918 η Γερμανία υποφέρει από σοβαρή κρίση πληθωρισμού, αφετηρία της οποίας είναι η αύξηση του ποσού της νομισματικής κυκλοφορίας. Ποικίλοι παράγοντες επιταχύνουν τον πληθωρισμό μετά τον πόλεμο: το μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών, τα βάρη των επανορθώσεων και η «παθητική αντίσταση» οδηγούν σε ιλιγγιώδη άνοδο των τιμών. Με την εισαγωγή ενός νέου νομίσματος, του Rentermark, τον Νοέμβριο του 1923, ξεκινάει η μεγάλη μεταρρύθμιση προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πληθωριστική κρίση. Το Rentermark θα ανταλλάσσεται με ένα δισεκατομμύριο μάρκα. Είναι άλλωστε ένα προσωρινό νόμισμα και θα αποτελέσει την πρώτη φάση της νομισματικής σταθεροποίησης. Η δεύτερη συνίσταται στη δημιουργία του Reichsmark τον Αύγουστο του 1924 και θα ανταλλάσσεται με ένα τρισεκατομμύριο χάρτινων υποτιμημένων μάρκων.
Η αντίθεση των αποτελεσμάτων των εκλογών του Μαΐου και του Δεκεμβρίου του 1924 είναι φανερή. Στις πρώτες, πάνω από το ένα τέταρτο των Γερμανών ψηφοφόρων τάχθηκε υπέρ μιας Δεξιάς που αμφισβητούσε τη Δημοκρατία. (Όσον αφορά την αντιδημοκρατική σκέψη στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης βλέπε και Τhe Road to Dictatorship, Germany 1918-1933. A Symposium by German historians, σελ. 41-56.) Στα αριστερά, υπήρξε μία μαζική μετατόπιση ψηφοφόρων από το Σοσιαλδημοκρατικό στο ΚΚΓ, αλλά και μείωση των «αριστερών» ψήφων σε σχέση με τις εκλογές του 1920, από το 41,7% στο 34% (Heinrich A. Winkler, Βαϊμάρη, Η Ανάπηρη Δημοκρατία, 1918-1933, σελ. 153-155).
Δεδομένου ότι δεν μπορούσε να υπάρξει βιώσιμη κυβέρνηση προκηρύχθηκαν εκ νέου εκλογές τον Δεκέμβριο όπου η εδραίωση μίας οικονομικής πλέον σταθερότητας στα τέλη του 1924, τα μικρά κόμματα από όλο το πολιτικό φάσμα θα χάσουν έδρες προς όφελος των σοσιαλδημοκρατών. Φαινομενικά, τα πράγματα στη χώρα σταθεροποιούνται και η Γερμανία έμπαινε σε μία νέα περίοδο ευημερίας και ανάπτυξης.
Πράγματι, η πενταετία 1924-29 ήταν η περίοδος με τη μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική σταθερότητα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η εξάλειψη του πληθωρισμού, η ρύθμιση των πολεμικών επανορθώσεων, η εισροή ξένων κεφαλαίων, η βιομηχανική ανάπτυξη, όλα δείχνουν ότι η εμπιστοσύνη μεταξύ Γερμανίας και Δύσης έχει αποκατασταθεί. Ωστόσο η Γερμανία όφειλε να πληρώνει τόκους για τα κεφάλαια που εισέρρεαν και σύντομα άρχισε να αντιμετωπίζει βαρύ δημόσιο χρέος πέρα από την πληρωμή επανορθώσεων.
…Ώσπου ξέσπασε η κρίση του ’29
Η φαινομενική ευημερία έφτασε ξαφνικά και επώδυνα στο τέλος της όταν ξέσπασε η θύελλα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929. Στις εκλογές του 1928, οι Εθνικοσοσιαλιστές είχαν πάρει 2,6% (περίπου 800.000 ψήφοι). Στις εκλογές του 1930, εκτινάχθηκαν στο 18,25% (περίπου 6,4 εκατομμύρια ψήφοι). Από το τέλος του Μαρτίου του 1930, όταν και διαλύθηκε η τελευταία κυβέρνηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ο Μεγάλος Συνασπισμός, με καγκελάριο τον σοσιαλδημοκράτη Χέρμαν Μίλερ, άλλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν υπήρχε. Ως εκ τούτου, το καλοκαίρι του 1930 η Γερμανία πέρασε σε μία εποχή προεδρικής διακυβέρνησης, βάσει του άρθρου 48 του Συντάγματος. Η διάλυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης είχε ξεκινήσει. Η ακροδεξιά αλλά ακόμη και σχετικά μετριοπαθείς εθνικιστές έβλεπαν την κοινοβουλευτική δημοκρατία σαν προϊόν της ήττας του 1918. Ήταν επίσης το πολιτικό σύστημα των νικητριών δυτικών δυνάμεων, και άρα ένα σύστημα λίγο-πολύ μη γερμανικό. Έτσι ο Χίτλερ υπήρξε ο κατεξοχήν κερδισμένος από την ασύμμετρη μετάβαση της Γερμανίας στη Δημοκρατία το 1918. Μπορούσε πλέον να εκμεταλλευθεί την άκρως διαδεδομένη αντιπάθεια απέναντι στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Από το 1930 έως το 1933, οι άνεργοι στη Γερμανία αυξάνονταν ραγδαία, παράλληλα με τη ραγδαία άνοδο των ναζί, παρόλο που οι άνεργοι του Μεσοπολέμου σε μικρό ποσοστό τούς υποστήριξαν γιατί και ένα άλλο κόμμα άρχισε να ανεβαίνει στα χρόνια από το 1928 έως το 1933: το Κομμουνιστικό (ΚPD). Παρά την εχθρική στάση που διατηρεί απέναντι στους ναζί (με συγκρούσεις στους δρόμους, συχνά φονικές), το ΚΚΓ διατηρεί ακόμα εχθρικότερη στάση απέναντι στους σοσιαλδημοκράτες του SPD τόσο επειδή υιοθετούν μία πολιτική ατζέντα λιτότητας μετά την κρίση του 1929, όσο και επειδή το ΚΚΓ δεν ξεχνά ότι είναι κυρίως το SPD που βρίσκεται πίσω από το λουτρό αίματος της περιόδου 1918-1923.
Το ΚΚΓ έφτασε στις τελευταίες ελεύθερες του Νοεμβρίου 1932 να πάρει ένα ποσοστό 17% (περίπου 6 εκατομμύρια ψήφοι) και να εκλέξει 100 βουλευτές στο Ράιχσταγκ, οι δε ναζί μπορεί να εκλέχτηκαν εκ νέου πρώτο κόμμα, ωστόσο το ποσοστό τους έπεσε από το 37% στο 33% σε σχέση με τις εκλογές του Ιουλίου 1932. Οι σοσιαλδημοκράτες κατρακύλησαν στο 20% και ο φόβος του «κομμουνιστικού κινδύνου» έγινε εκ νέου ορατός. Ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ ορκίζει καγκελάριο της Γερμανίας τον Χίτλερ, καθώς και το υπουργικό του συμβούλιο στις 30 Ιανουαρίου 1933.

Ο εξοντωτικός πληθωρισμός υπήρξε το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της ηττημένης Γερμανίας. Πληθωρισμός που μετέτρεπε τα πακέτα των άνευ αξίας μάρκων σε παιδικά παιχνίδια
Ερμηνείες για τον Γερμανικό Εθνικοσοσιαλισμό
Ο Σέρτζιο Μπoλόνια (Nαζισμός και εργατική τάξη. Κρίση, κράτος πρόνοιας και αντιφασιστική βία στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, antifa scripta, Αθήνα, 2011) επισημαίνει ότι ο εκσυγχρονισμός, φαινόμενο που αναπτύχθηκε πριν από την άνοδο των ναζί, υπήρξε καθοριστικός για τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης, την ανεργία και την αποδυνάμωση των συνδικάτων (σελ. 58) στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης Κι αυτό γιατί ήταν κατά μία έννοια συνώνυμο της απουσίας υλικής βάσης η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας. Κατά τον Πούκερτ ο ναζισμός είναι παθολογία του μοντέρνου (βλέπε και Η δημοκρατία της Βαϊμάρης και οι σημερινές «αναβιώσεις» της, σελ. 59).
Ο Gordon Craig ανιχνεύει τις απαρχές του εθνικοσοσιαλισμού στα βάθη της γερμανικής ιστορίας, επιρρίπτοντας μάλιστα κατηγορίες στη σύγχρονη γερμανική παράδοση του ρομαντισμού για το κλίμα μη εμπειρισμού και αντιφιλελευθερισμού που ενέπνευσε (Τhe Germans, σελ. 218). Σήμερα, για παράδειγμα, ο αναθεωρητής Ερνστ Νόλτε, σε αρκετά κείμενά του εδώ και μια εικοσαετία τουλάχιστον, υποστηρίζει ότι ο ναζισμός μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά ως αντίδραση στον μπολσεβικισμό, στη Ρωσική Επανάσταση, και ότι επομένως είναι ένα φαινόμενο που γεννήθηκε από τον κομμουνισμό. Ο Φρανσουά Φιρέ, πολύ γνωστός ιστορικός της Γαλλικής Επανάστασης ο οποίος λίγο πριν από τον θάνατό του δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο Το παρελθόν μιας αυταπάτης –μια ιστορία του κομμουνισμού κατά τον 20ό αιώνα– προτείνει μια νέα ερμηνεία σύμφωνα με την οποία ο φασισμός και ο ναζισμός αφενός και ο κομμουνισμός αφετέρου είναι δύο παράλληλα φαινόμενα αντίδρασης στη φιλελεύθερη Δύση, που ναι μεν αντιτίθενται αμοιβαία αλλά και αλληλοτροφοδοτούνται.
Υπάρχουν και άλλες ερμηνείες, όπως του Γκολντχάγκεν, που έχει συζητηθεί πολύ στη Γαλλία, και ο οποίος ανάγει τον ναζισμό σε μια γερμανική παθολογία. Θα επρόκειτο, εκ νέου, για μια αποκλειστικά γερμανική Ιστορία η οποία θα είχε τελειώσει το 1945, αφού κατά τον Γκολντχάγκεν μετά το 1945 οι Σύμμαχοι «διαπαιδαγώγησαν» τους Γερμανούς και ξερίζωσαν το «γερμανικό μικρόβιο». Τελικώς, όλες αυτές οι εξηγήσεις, που είναι πολύ διαφορετικές η μία από την άλλη, ενίοτε και αντιφατικές, συμμερίζονται τουλάχιστον μια θέση για τον ναζισμό ως κάτι ξένο στη Δύση και την Ευρώπη.
Σύμφωνα με τον Marxel Deat οι πολιτικές ιδέες του Χίτλερ πηγάζουν από τον Διαφωτισμό, συμπεριλαμβανομένων των ιδεών του έθνους, ως ανώτερη ιστορική δύναμη η αντίληψη ότι η ανώτερη πολιτική αρχή απορρέει από τη γενική βούληση του λαού και η ιδέα των εγγενών φυλετικών διαφορών στον ανθρώπινο πολιτισμό.(2)
Το τρίτο Ράιχ και η «καθαρότητα του αίματος»
Με την ανάληψη της εξουσίας το ναζιστικό κόμμα δείχνει τις προθέσεις του και διευκρινίζει τι ακριβώς εννοούσε με τον όρο «πολιτιστική επανάσταση» στο πρόγραμμά του: Αρχίζει τις διώξεις εναντίον Εβραίων «για να καθαρίσει η γερμανική κουλτούρα από άλλες επιδράσεις».
Παράλληλα, καθώς τα μέλη του αναλαμβάνουν σημαντικές εξουσίες, εγκαθιδρύουν ένα καθεστώς απολυταρχικό και τρομοκρατικό, στο οποίο κανείς αντιφρονών δεν έχει θέση. Τις διώξεις των Εβραίων ακολουθούν οι διώξεις κομμουνιστών, σοσιαλιστών και φιλελεύθερων στελεχών και της άρχουσας τάξης γενικότερα. Δημιουργείται το αδιαχώρητο στις φυλακές και το καθεστώς εγκαθιδρύει το πρώτο από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Μπούχενβαλντ (Buchenwald). Αρχικά στα στρατόπεδα αυτά δεν στέλνονται Εβραίοι. Αυτούς το καθεστώς προσπαθεί να τους «πείσει» να εγκαταλείψουν το γερμανικό έδαφος (εγκαταλείποντας, φυσικά, όλη την περιουσία τους). Χρησιμοποιεί γι’ αυτό τον σκοπό κυρίως την τρομοκρατία και την ψυχολογική πίεση και όχι, ακόμη, τη φυσική τους εξόντωση. Κατά τον πρώτο χρόνο της ναζιστικής διακυβέρνησης δεν έχουν αρχίσει να διώκονται μαζικά, να εγκλείονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και να εκτελούνται εν ψυχρώ. Στα στρατόπεδα εγκλείονται, προς το παρόν, όλοι οι αντιτιθέμενοι στο ναζιστικό καθεστώς, καθώς και οι ομοφυλόφιλοι.
Το ναζιστικό καθεστώς είναι πλέον μια στυγνή αντισημιτική, αντιφιλελεύθερη, αντικομμουνιστική δικτατορία. Έχοντας το πρόσχημα του κοινοβουλευτισμού με εξασφαλισμένη πλειοψηφία στο Ράιχσταγκ, είναι σε θέση να ψηφίζει ολοσχερώς αντιδημοκρατικούς νόμους. Σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Σίρερ, μέσα στον πρώτο χρόνο διακυβέρνησής του, το ναζιστικό κόμμα –και ο Χίτλερ προσωπικά– έχει να επιδείξει «επιτεύγματα» χωρίς ιστορικό προηγούμενο: Κατάφερε να καταργήσει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, να εγκαθιδρύσει στυγνή δικτατορία, στα πλαίσια της οποίας καταργούνται οι ατομικές ελευθερίες, η ελευθερία του Τύπου, η ύπαρξη άλλων πολιτικών κομμάτων πλην του Εθνικοσοσιαλιστικού, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, οι τοπικές κυβερνήσεις των ως τότε ομοσπονδιακών κρατιδίων, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα δικαιώματα των εβραϊκής καταγωγής πολιτών τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική ζωή τους, ενώ γίνονται δραστικές παρεμβάσεις στην εκπαίδευση, την πολιτική, πολιτιστική και οικονομική ζωή του Γερμανού πολίτη. (William Shirer, The Rise and Fall of the 3rd Reich, Νέα Υόρκη, 1961, σελ. 189).

Ο Χίτλερ με 33% αναλαμβάνει καγκελάριος από τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ
Πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ – Η νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών
Στις 27 Φεβρουαρίου 1933 ξεσπά πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ. Ο νεαρός Ολλανδός κομμουνιστής Μαρίνους φαν ντερ Λούμπε (Marinus van der Lubbe) συλλαμβάνεται στο εσωτερικό του πυρπολημένου κτιρίου. Οι ναζί έχουν το πρόσχημα που τους χρειάζεται: Αποδίδουν τον εμπρησμό στους κομμουνιστές και την ίδια νύχτα συλλαμβάνονται περίπου 4.000 μέλη και υποστηρικτές τους, οι οποίοι μεταφέρονται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου. Εξαιρέσεις δεν γίνονται ούτε σε γυναίκες ούτε σε εφήβους. Ο Χίτλερ πέτυχε να εξουδετερώσει με ένα κτύπημα έναν από τους πιο μαχητικούς (και μισητούς του) αντιπάλους, αλλά δεν περιορίστηκε σε αυτό: Έχοντας πλέον απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καταφέρνει να ψηφίσει αρχικά το διάταγμα με το οποίο καταργεί, μεταξύ άλλων, και το θεμελιωδέστερο των ανθρώπινων δικαιωμάτων, το Habeas Corpus. Αυτό το διάταγμα έγινε γνωστό ως «Διάταγμα του εμπρησμού του Κοινοβουλίου». Ακολουθεί ένα άλλο, με το οποίο ο Χίτλερ δίνει στον εαυτό του την απόλυτη εξουσία πάνω σε όλα τα κρατικά θέματα. Αυτό ψηφίζεται στο Κοινοβούλιο με 444 ψήφους υπέρ και μόνο 94 κατά – αυτές των σοσιαλδημοκρατών που έχουν απομείνει (Μάρτιος 1933).
Ο στενός φίλος του Χίτλερ από την εποχή ήδη του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Μονάχου, ο Ερνστ Ρεμ (Ernst Röhm), είχε δημιουργήσει μια παραστρατιωτική οργάνωση, τη Sturmabteilung (SA) (κατά λέξη θυελλώδεις μαχητές, γνωστή και ως «Τάγματα Εφόδου»). Η SA φάνηκε εξαιρετικά χρήσιμη στον Χίτλερ, αφού είχε αναλάβει τη φυσική εξόντωση πολλών πολιτικών του αντιπάλων προτού οι ναζί πάρουν την εξουσία. Ωστόσο η οργάνωση (και ο ηγέτης της) αρχίζει να φαίνεται επικίνδυνη και στον ίδιο τον Χίτλερ, ο οποίος έχει αντιληφθεί ότι, αν δεν την εξουδετερώσει, δεν θα μπορέσει να κυριαρχήσει και στο τελευταίο –και ιδιαίτερα σημαντικό– προπύργιο αντίστασης στα σχέδιά του: τον γερμανικό στρατό (Βέρμαχτ). Στις 30 Ιουνίου 1934 ο Ρεμ και οι ανώτεροι αξιωματούχοι της SA καλούνται σε σύσκεψη σε ένα ξενοδοχείο στα περίχωρα του Μονάχου. Εκεί συλλαμβάνονται, και οι αφοσιωμένοι του Χίτλερ Χέρμαν Γκέρινγκ και Χάινριχ Χίμλερ κατηγορούν τον Ρεμ ως ομοφυλόφιλο.
Ο Χίμλερ, ειδικά, φθονεί τον Ρεμ επειδή η οργάνωση την οποία δημιούργησε και διευθύνει, η SS (τότε σωματοφυλακή του Χίτλερ), δεν έχει την ισχύ και την επιρροή της SA. Ο Ρεμ υφίσταται ψυχολογικές πιέσεις για να ομολογήσει. Δεν το πράττει και τότε, κατ’ εντολή του Χίτλερ, του προσφέρεται ένα πιστόλι για να αυτοκτονήσει. Αρνείται να το πράξει και, τελικά, δολοφονείται από χαμηλόβαθμα στελέχη των SA με ριπές αυτόματων όπλων. Αυτό θα σημάνει και το τέλος της παντοδυναμίας της οργάνωσης SA, η οποία δεν διαλύεται μεν, αλλά παραμένει στο παρασκήνιο, «παροπλισμένη». Η νύχτα αυτή έχει επονομαστεί «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών».
Με την εξουδετέρωση της SA ο Χίτλερ καταφέρνει να πείσει και τους ευγενικής καταγωγής στρατιωτικούς για τις προθέσεις του σχετικά με την αποκατάσταση της Γερμανίας στο διεθνές πολιτικό σκηνικό. Αποσπά, έτσι, από τους αξιωματικούς μια δήλωση αφοσίωσης στο πρόσωπό του. Παρά το γεγονός αυτό, ο Χίτλερ ποτέ δεν συμπάθησε τους αξιωματικούς του, οι οποίοι ήταν όλοι, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, πιστοί της πρωσικής στρατιωτικής παράδοσης και ευγενούς καταγωγής και, φυσικά, κανείς τους δεν ήταν μέλος του κόμματος. Ως συνέπεια της συνεχώς αυξανόμενης αντιπάθειάς του απέναντί τους, περίπου πενήντα ηγετικές φυσιογνωμίες των στρατιωτικών δυνάμεων (Βέρμαχτ) θα εκτελεστούν, θα αυτοκτονήσουν «εν διατεταγμένη υπηρεσία» ή θα σφαγιαστούν με φρικτό τρόπο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου [Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τ. Β΄, Πάπυρος, Αθήνα 1966 (μτφ. από τα γαλλικά)].
Στις 2 Αυγούστου 1934 πεθαίνει ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ. Η κυβέρνηση ενεργοποιεί νόμο με τον οποίο συγχωνεύονται καγκελαρία και προεδρία. Ο τίτλος και το αξίωμα του προέδρου καταργούνται και ο Χίτλερ αναλαμβάνει τα καθήκοντα και των δύο, παίρνοντας τον τίτλο «Führer und Reichskanzler» (ηγέτης και καγκελάριος του Ράιχ) (Στάνλεϊ Πέιν, Η Ιστορία του Φασισμού, Φιλίστωρ, Αθήνα, 2000, σελ. 257). Σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Σίρερ, ο νόμος έφερε ημερομηνία της προηγουμένης του θανάτου του προέδρου. Για να μην αφήσει κανένα «παράθυρο» ανοικτό σε πιθανή ανυπακοή προς το πρόσωπό του, ο Χίτλερ υποχρεώνει όλους τους άνδρες των Ενόπλων Δυνάμεων να δώσουν νέο όρκο, όχι προς τη χώρα ή προς το Σύνταγμα, αλλά προς τον ίδιο (Σίρερ, ό.π., σελ. 201):
«Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού να υπακούω ανεπιφύλακτα στον Αδόλφο Χίτλερ, αρχηγό του κράτους και του γερμανικού λαού και αρχιστράτηγο. Αναλαμβάνω, ως γενναίος στρατιώτης, να τηρώ αυτόν τον όρκο έστω και με κίνδυνο της ζωής μου»
Ο αντισημιτισμός και ο ρατσισμός του ναζιστικού κόμματος εκφράζονται για πρώτη φορά επίσημα με τη λήψη μέτρων στο συνέδριό του στη Νυρεμβέργη. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1935 το συνέδριο υιοθετεί αυτά τα μέτρα, δημιούργημα του Χίτλερ, τα οποία έγιναν γνωστά ως «Νόμοι της Νυρεμβέργης». Ο πρώτος, γνωστός ως «νόμος του Γερμανού πολίτη» (Reichsbürgergesetz), αφαιρούσε τη γερμανική υπηκοότητα από τους Εβραίους, αποκαλώντας τους «υποτελείς της Πολιτείας». Ο νόμος εμφανώς απέκλειε κάθε δυνατότητα από τους Εβραίους να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι οποιασδήποτε βαθμίδας. Ο δεύτερος, γνωστός ως «Νόμος Προστασίας του γερμανικού αίματος και της γερμανικής τιμής» (Gesetz zum Schutze des Deutschen Blutes und der Deutschen Ehre), απαγόρευε τόσο τους γάμους όσο και τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ Εβραίων και «Γερμανών πολιτών με ευγενές αίμα». Οι νόμοι αυτοί περιείχαν εν σπέρματι την ιδέα της τελικής λύσης και του Ολοκαυτώματος. Αποτέλεσαν επίσης και το πρότυπο για την επικείμενη δίωξη των Ρομά (Holocaust Survivors’ Networkμ http://isurvived.org/NurnbergLaws.html).
Το ίδιο έτος (1935) υιοθετείται και η σημαία με τη σβάστικα ως η επίσημη σημαία του Γερμανικού Ράιχ. Ο εθνικός ύμνος της Γερμανίας παραμένει ως είχε («Deutschland über alles», που σημαίνει «Η Γερμανία πάνω από όλα»), αλλά το ναζιστικό κόμμα του προσαρτά το «Χορστ Βέσελ Λιντ» (Horst-Wessel-Lied), ύμνο του κόμματος ήδη από το 1930, διατηρώντας μόνο την πρώτη στροφή του παλαιού ύμνου (αυτό έγινε και νομοθετικά το 1933). Οι Εβραίοι απαγορεύεται να φέρουν τη γερμανική σημαία.

Ο αντικομμουνισμός και αντισημητισμός υπήρξαν θεμέλιοι λίθοι της πολιτικής του Χίτλερ. Πορεία ταγμάτων εφόδου στη Βαϊμάρη το 1926 με σύνθημα «Θάνατος στον μαρξισμό». Ο Χίτλερ (μέσα σε κύκλο) παρακολουθεί
Ο ρόλος των βιομηχάνων, τραπεζιτών, «συνδικαλιστών»
Όταν ο Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία, είχε υπόψη του μια οικονομική πολιτική κινούμενη σε δύο άξονες: Την ταχεία ανάνηψη της οικονομίας της Γερμανίας από τις συνέπειες της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 1929 και την ανάπτυξη της οικονομίας σε τέτοια επίπεδα, ώστε να είναι δυνατή η κυριαρχία του Ράιχ σε παγκόσμιο επίπεδο. Η οικονομικά άρχουσα τάξη υποστήριξε εξ αρχής τον Χίτλερ. Οι ιδιοκτήτες βαρέων βιομηχανιών, φοβούμενοι την οικονομική ύφεση στην οποία είχε εμπλέξει τη χώρα η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, δεν έφεραν κανένα εμπόδιο στην άνοδο των ναζιστών στην εξουσία: Αντίθετα, στήριξαν οικονομικά το κόμμα, όπως ο μεγιστάνας Γκούσταφ Κρουπ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ του βιομηχανικού κολοσσού Κρουπ (Krupp). Όταν οι ναζί πήραν την εξουσία, η ανεργία είχε πλήξει το 30% του ενεργού πληθυσμού, ο πληθωρισμός (εισαγόμενος και μη) είχε φθάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Οι «γιούνκερς», όπως αποκαλούσαν την οικονομικά άρχουσα τάξη, ήθελαν πάση θυσία να επαναφέρουν τις επιχειρήσεις τους στην κερδοφορία και οι νόμοι της Δημοκρατίας, όπως και οι όροι της Συνθήκης των Βερσαλλιών, δεν τους άφηναν τέτοια περιθώρια. Υποστήριξαν τον Χίτλερ και το κόμμα του, ευελπιστώντας σε οικονομική ανάκαμψη. Το ίδιο έκαναν και οι ιδιοκτήτες των μεγάλων τραπεζών, οι οποίοι αντιτίθονταν στην αυστηρή νομοθεσία που είχε θεσπιστεί επί Δημοκρατίας. Η αμοιβαία υποστήριξη κεφαλαίου και ναζί, στηριζόμενη στην επιβολή της αυταρχικής Planwirtschaft (περιορισμένη σχεδιασμένη οικονομία), οδήγησε σε οικονομική ανάκαμψη με τη μείωση της ανεργίας, που μάστιζε τη Γερμανία της Δημοκρατίας. Ως αποτέλεσμα, το ΑΕΠ της χώρας ανέβηκε από τα 59,1 δισ. μάρκα το 1933 στα 129 δισ. μάρκα το 1939. (Dirk Stegmann, «Kapitalismus und Faschismus in Deutschland, 1929-1934», Beiträge zur Marxschen Theorie, 6 (1976), σελ. 19-91.
Ο Χίτλερ αρχικά είχε ως κεφαλή της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας (αργότερα τον διόρισε υπουργό Οικονομικών) τον Χιάλμαρ Σαχτ (Hjalmar Schacht). Αυτός ήταν ο οικονομικός «εγκέφαλος» των ναζί και, ακολουθώντας φαινομενικά ανορθόδοξη πολιτική, πέτυχε εκπληκτικά οικονομικά αποτελέσματα: Εκμεταλλεύεται στο έπακρο την αποδέσμευση των αποθεμάτων χρυσού από το νόμισμα, που επήλθε ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης του 1929, διατηρεί πολύ χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού και καταρτίζει έντονα ελλειμματικούς προϋπολογισμούς: Εκατοντάδες δημόσια έργα χρηματοδοτούνται κατ’ αυτό τον τρόπο αλλά, δημιουργώντας την ανάγκη εργατικών χεριών για την εκτέλεσή τους, μειώνουν την ανεργία με ρυθμό που καμία άλλη χώρα δεν κατάφερε να επιτύχει μετά την οικονομική κρίση. (Business Week: The Moneyman behind the Nazis. Βιβλιοκριτική του John Weitz, Hitler’s Banker: Hjalmar Horace Greeley Schacht, Little, Brown, 06.11.1996. Ανακτήθηκε την 18.07.2014.)
Το 1936 ο Χίτλερ διορίζει στη θέση του Σαχτ τον Χέρμαν Γκέρινγκ, δίνοντάς του την εντολή να καταστήσει ετοιμοπόλεμη τη Γερμανία μέσα στην επόμενη τετραετία. Το έργο είναι δυσχερέστατο, επειδή η συνθήκη απαγορεύει στη Γερμανία να διαθέτει περισσότερες από δέκα μεραρχίες τακτικού στρατού (100.000 άνδρες συνολικά), καθώς και την κατοχή σύγχρονου εξοπλισμού, όπως άρματα μάχης, βαρύ πυροβολικό, μαχητικά αεροσκάφη και πολεμικά πλοία. Ο Γκέρινγκ καταστρώνει ένα «τετραετές σχέδιο» σύμφωνα με το οποίο οφείλουν να δημιουργηθούν νέες βιομηχανίες κατεργασίας μετάλλων, χημικών, συνθετικού καουτσούκ και άλλων υλών, απαραίτητων για τη δημιουργία οπλοστασίου. Οι ενέργειες αυτές οδηγούν σε μηδενική σχεδόν ανεργία, ωστόσο σε πραγματικές τιμές οι μισθοί των εργαζομένων μειώνονται. Αυτό οδηγεί τον Γκέρινγκ στη λήψη ακόμη ενός μέτρου: Τον απόλυτο κρατικό έλεγχο τόσο στις τιμές όσο και στους μισθούς. Όποιος παραβαίνει τα θεσπισμένα όρια εγκλείεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Καταργούνται (φυσικά) τα εργατικά συνδικάτα, απαγορεύεται το συνδικαλίζεσθαι καθώς και η παραίτηση: Ο Γκέρινγκ καθιερώνει το σύστημα των βιβλιαρίων εργασίας και ο εργαζόμενος δεν βρίσκει εργασία (ή, ανάλογα, διώκεται) αν σε αυτό δεν αναγράφεται η συγκατάθεση του προηγούμενου εργοδότη για την αποχώρησή του. Δημιουργείται, επίσης, ένας ειδικός φορέας, το Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας (Deutsche Arbeitsfront – DAF), το οποίο έχει ως επικεφαλής τον Ρόμπερτ Λέι, το οποίο ελέγχει τους εργαζόμενους, αντικαθιστώντας τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, οι οποίες είχαν καταργηθεί με τη βία.
Η ναζιστική Γερμανία βρήκε, επίσης, τους τρόπους να συνεργάζεται με επιχειρήσεις χωρών με τις οποίες, φαινομενικά, δεν μπορούσε να έχει σχέσεις. Οι «Γιούνκερς» είχαν δημιουργήσει τον κολοσσό IG Farben, μέσω του οποίου το γερμανικό κεφάλαιο βρήκε διεξόδους σε σημεία που του απαγορευόταν, όπως στις οικονομίες της Βρετανίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ.

Ο Χίτλερ είχε την πλήρη υποστήριξη των βιομηχάνων. Απονέμει στον μεγιστάνα Γκούσταφ Κρουπ το χρυσό μετάλλιο του ναζιστικού κόμματος από τον Χίτλερ το 1940 στην Έσση
Εξωτερική Πολιτική. Παραβιάσεις συνθηκών
Οι ναζί δεν έχουν αποποιηθεί τις ιδέες τους για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Με την άνοδό τους στην εξουσία ήρθαν αντιμέτωποι με τα προβλήματα που τους έθετε, κύρια αυτό των εξοπλισμών όσο και αυτό της απαγόρευσης οποιασδήποτε πολιτικής ένωσης με τη γερμανόφωνη Αυστρία και τα δικαιώματα διέλευσης από τον Διάδρομο του Ντάντσιχ (πολωνικά: Γκντανσκ).
Ο Χίτλερ κάθε άλλο παρά αδράνησε. Με πολιτικούς χειρισμούς κατορθώνει να άρει μερικώς τον αποκλεισμό των εξοπλισμών, υπογράφοντας το 1935 το γερμανοβρετανικό σύμφωνο, με το οποίο δίδεται άδεια στη Γερμανία να κατασκευάσει τόσα πολεμικά πλοία, όσα της ήταν απαραίτητα για την άμυνά της.
Το 1935 η Γερμανία οργανώνει –αγνοώντας τη συνθήκη– δημοψήφισμα στο Σάαρ, το οποίο είναι, σύμφωνα με τη συνθήκη, γαλλικό προτεκτοράτο από το 1919. Το αποτέλεσμα είναι να επιστραφεί το Σάαρ στη Γερμανία με ένα εντυπωσιακό 90%. Αυτή είναι η πρώτη διεθνής επιτυχία του Χίτλερ. Οι παραβιάσεις από το ναζιστικό καθεστώς συνεχίζονται: Η Ρηνανία, από την οποία έχουν αποχωρήσει όλα τα γαλλοβρετανικά στρατεύματα, είναι αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη. Οι ναζί αγνοούν ακόμη μια φορά τη συνθήκη και στέλνουν στρατεύματα στην περιοχή.
Από το 1936 η Γερμανία ασκεί όλο και μεγαλύτερο παρεμβατισμό στα ευρωπαϊκά και διεθνή ζητήματα. Ο Χίτλερ, που θαύμαζε την ιδεολογία του Φασιστικού Κόμματος του Μπενίτο Μουσολίνι, συσφίγγει όσο μπορεί τις γερμανοϊταλικές σχέσεις. Έτσι, υπογράφεται με την Ιταλία το λεγόμενο «Χαλύβδινο Σύμφωνο» και δημιουργείται ο Άξονας Βερολίνου – Ρώμης (αργότερα θα διευρυνθεί, περιλαμβάνοντας και το Τόκιο). Η Γερμανία χαλαρώνει την πίεσή της στο Τιρόλο και την υποστήριξη του εκεί γερμανόφωνου πληθυσμού, ενώ η Ιταλία, σε αντάλλαγμα, υιοθετεί τον αντισημιτισμό των ναζί.
* Ο Θανάσης Γάλλος είναι δρ Ιστορίας ΕΚΠΑ
** Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #30 του HotDoc.History που κυκλοφόρησε στις 21 Ιανουαρίου 2018
Παραπομπές
(1) Η δημοκρατία της Βαϊμάρης και οι σημερινές της αναβιώσεις, σελ. 54-55.
(2) Στάνλεϊ Πέιν, Η ιστορία του φασισμού, σελ. 290-291.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Μ. Αγγελίδης, Κατερίνα Καρακάση, Δημοσθένης Παπαδάτος Αναγνωστόπουλος, Χρήστος Χατζηιωσήφ, Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και οι σημερινές «αναβιώσεις» της, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Παρεμβάσεις 15, Αθήνα, 2012.
Γκρούμπερ Χέλμουτ, Επανάσταση στην Ευρώπη (1917-1923), Κομμούνα/Ιστορική μνήμη 2, Αθήνα, 1985.
Ιωάν. Δ. Δημάκης, Η Γερμανία από την ενοποίησή της μέχρι τη νέα διαίρεσή της (1871-1945), Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Αθήνας, Τομέας Ιστορίας.
Στάνλεϊ Πέιν, Η Ιστορία του Φασισμού (1914-1945), Φιλίστωρ, Αθήνα, 2000.
Βόλφγκανγκ Ρούγκε, Η Επανάσταση του Νοέμβρη 1918 στη Γερμανία, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1991.
Gordon A. Craig, The Germans, Penguin Books, London, 1984.
Andre Prudhommeaux, Σπάρτακος, Η Κομμούνα του Βερολίνου 1919, Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1981.
Heinrich A. Winkler, Βαϊμάρη, Η Ανάπηρη Δημοκρατία, 1918-1933, Πόλις, Αθήνα, 2011.
Τhe Road to Dictatorship, Germany 1918-1933. A Symposium by German historians, Oswald Wolff, London, 1962.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.