
Μεγάλοι
Έλληνες κεφαλαιούχοι του εξωτερικού δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη την
ευκαιρία απόκτησης γης σε χαμηλές τιμές. Πάνω: Ανδρέας Συγγρός,
Κωνσταντίνος Καραπάνος, Γεώργιος Ζαρίφης, Παναγιώτης Τοπάλης. Κάτω: Ο
Παύλος Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης έδωσε αντί συμβολικού τιμήματος τα τσιφλίκια
του και ο Κωνσταντίνος Ζάππας τα διέθεσε δωρεάν στο κράτος ώστε να
διανεμηθούν στους ακτήμονες. Ο Χρηστάκης Ζωγράφος επεκτάθηκε και στη
δευτερογενή παραγωγή ενώ ο Γεώργιος Αγαθοκλής δημιούργησε και βιομηχανία
στη Στυλίδα
Η κυβέρνηση Τρικούπη και οι άλλες κυβερνήσεις της εποχής έχουν
κατηγορηθεί γιατί η ταχτική τους οδήγησε στην ενίσχυση των δικαιωμάτων
των μεγάλων ιδιοκτητών σε βάρος των κολίγων. Η αναγνώριση του
δικαιώματος πλήρους ιδιοκτησίας στους τσιφλικάδες, με βάση πλέον το
ρωμαϊκό δίκαιο και όχι το οθωμανικό, εντάσσεται και στη φιλελεύθερη
ατμόσφαιρα του 19ου αιώνα. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα υπήρξε έντονη η
χειροτέρευση της ζωής των γεωργών, που κατά την περίοδο των μεγάλων
αγροτικών κινητοποιήσεων του 1910 ο Δημήτρης Μπούσδρας είχε δώσει μάχη
σε συνέλευση του Πεδινού Γεωργικού Συνδέσμου για να περάσει το αίτημα
της απαλλοτρίωσης αφού μεγάλη μερίδα χωρικών επιζητούσε επιστροφή στις
συνθήκες της τουρκοκρατίας. Η στάση αυτή των κυβερνήσεων Τρικούπη, αλλά
και γενικότερα των ελληνικών κυβερνήσεων, πρέπει να είχε σχέση όχι μόνο
με την ισχυρή παρουσία των τσιφλικάδων στην πολιτική σκηνή της χώρας,
αλλά και με την επιρροή που ασκούσε το βρετανικό πρότυπο, που στηριζόταν
στη μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία, στην ελληνική αστική τάξη τόσο στην
Ελλάδα όσο και στον παροικιακό ελληνισμό.
Ένας εξωοικονομικός παράγοντας που ενίσχυσε τη μεγάλη αγροτική
γαιοκτησία υπήρξε η μαζική αναχώρηση των αγροτών μουσουλμάνων
μικροϊδιοκτητών γης από τα χωριά τους λόγω της ένωσης της Θεσσαλίας με
την Ελλάδα. Τα Κονιαροχώρια, όπως λέγονταν τα μουσουλμανικά χωριά,
διακρίνονταν για την ποικιλία της παραγωγής και την ευημερία των
κατοίκων. Η αποχώρηση αυτή έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από Έλληνες
κεφαλαιούχους που αγόρασαν ολόκληρα χωριά μετατρέποντάς τα σε τσιφλίκια.
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των τσιφλικιών σε βάρος
των μικροϊδιοκτητών και στην όξυνση του αγροτικού ζητήματος αφού στους
παλιούς κολίγους προστέθηκαν καινούργιοι. Σχεδόν το σύνολο των Κονιάρων
είχε πουλήσει τις ιδιοκτησίες του και είχε αναχωρήσει πριν από το τέλος
του 1884.
Έλληνες μεγαλοϊδιοκτήτες στη θέση των Οθωμανών
Η εισροή των Ελλήνων επιχειρηματιών της διασποράς οδήγησε σε
συγκέντρωση της γης ανάλογη με αυτή που πέτυχαν οι μεγαλύτεροι από τους
Οθωμανούς ιδιοκτήτες. Τα τσιφλίκια ορισμένων από αυτούς αποτελούνταν από
μεγάλο αριθμό χωριών. Μερικοί από τους μεγαλύτερους τσιφλικάδες είχαν
διαφορετική οπτική που έδινε έμφαση σε εθνικούς, φιλανθρωπικούς και
εκσυγχρονιστικούς στόχους. Ο ευεργέτης Παύλος Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης έδωσε
αντί συμβολικού τιμήματος τα τσιφλίκια του στην Ελλάδα και ο
Κωνσταντίνος Ζάππας τα διέθεσε δωρεάν στο κράτος ώστε να διανεμηθούν
στους ακτήμονες. Στις αρχές του 20ού αιώνα χάρις κυρίως στις ανωτέρω
δωρεές το ελληνικό κράτος είχε μετατραπεί σε κορυφαίο γαιοκτήμονα.
Στελέχη της πολιτικής σκηνής διηύθυναν την επιτροπή διαχείρισης των
Ζαππείων κτημάτων και το Θεσσαλικό Γεωργικό Ταμείο επεκτείνοντας τις
πελατειακές σχέσεις στην ύπαιθρο.
Μεγάλοι Έλληνες
κεφαλαιούχοι του εξωτερικού δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία απόκτησης
γης σε χαμηλές τιμές. Πάνω: Ανδρέας Συγγρός, Κωνσταντίνος Καραπάνος, Γεώργιος
Ζαρίφης, Παναγιώτης Τοπάλης. Κάτω: Ο Παύλος Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης έδωσε αντί
συμβολικού τιμήματος τα τσιφλίκια του και ο Κωνσταντίνος Ζάππας τα διέθεσε
δωρεάν στο κράτος ώστε να διανεμηθούν στους ακτήμονες. Ο Χρηστάκης Ζωγράφος
επεκτάθηκε και στη δευτερογενή παραγωγή ενώ ο Γεώργιος Αγαθοκλής δημιούργησε
και βιομηχανία στη Στυλίδα
Η κυβέρνηση
Τρικούπη και οι άλλες κυβερνήσεις της εποχής έχουν κατηγορηθεί γιατί η ταχτική
τους οδήγησε στην ενίσχυση των δικαιωμάτων των μεγάλων ιδιοκτητών σε βάρος των
κολίγων. Η αναγνώριση του δικαιώματος πλήρους ιδιοκτησίας στους τσιφλικάδες, με
βάση πλέον το ρωμαϊκό δίκαιο και όχι το οθωμανικό, εντάσσεται και στη φιλελεύθερη
ατμόσφαιρα του 19ου αιώνα. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα υπήρξε έντονη η χειροτέρευση
της ζωής των γεωργών, που κατά την περίοδο των μεγάλων αγροτικών κινητοποιήσεων
του 1910 ο Δημήτρης Μπούσδρας είχε δώσει μάχη σε συνέλευση του Πεδινού
Γεωργικού Συνδέσμου για να περάσει το αίτημα της απαλλοτρίωσης αφού μεγάλη
μερίδα χωρικών επιζητούσε επιστροφή στις συνθήκες της τουρκοκρατίας. Η στάση
αυτή των κυβερνήσεων Τρικούπη, αλλά και γενικότερα των ελληνικών κυβερνήσεων,
πρέπει να είχε σχέση όχι μόνο με την ισχυρή παρουσία των τσιφλικάδων στην
πολιτική σκηνή της χώρας, αλλά και με την επιρροή που ασκούσε το βρετανικό
πρότυπο, που στηριζόταν στη μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία, στην ελληνική αστική
τάξη τόσο στην Ελλάδα όσο και στον παροικιακό ελληνισμό.
Ένας
εξωοικονομικός παράγοντας που ενίσχυσε τη μεγάλη αγροτική γαιοκτησία υπήρξε η
μαζική αναχώρηση των αγροτών μουσουλμάνων μικροϊδιοκτητών γης από τα χωριά τους
λόγω της ένωσης της Θεσσαλίας με την Ελλάδα. Τα Κονιαροχώρια, όπως λέγονταν τα
μουσουλμανικά χωριά, διακρίνονταν για την ποικιλία της παραγωγής και την
ευημερία των κατοίκων. Η αποχώρηση αυτή έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από
Έλληνες κεφαλαιούχους που αγόρασαν ολόκληρα χωριά μετατρέποντάς τα σε
τσιφλίκια. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των τσιφλικιών σε
βάρος των μικροϊδιοκτητών και στην όξυνση του αγροτικού ζητήματος αφού στους
παλιούς κολίγους προστέθηκαν καινούργιοι. Σχεδόν το σύνολο των Κονιάρων είχε
πουλήσει τις ιδιοκτησίες του και είχε αναχωρήσει πριν από το τέλος του 1884.
Έλληνες μεγαλοϊδιοκτήτες στη θέση των Οθωμανών
Η εισροή των
Ελλήνων επιχειρηματιών της διασποράς οδήγησε σε συγκέντρωση της γης ανάλογη με
αυτή που πέτυχαν οι μεγαλύτεροι από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες. Τα τσιφλίκια
ορισμένων από αυτούς αποτελούνταν από μεγάλο αριθμό χωριών. Μερικοί από τους
μεγαλύτερους τσιφλικάδες είχαν διαφορετική οπτική που έδινε έμφαση σε εθνικούς,
φιλανθρωπικούς και εκσυγχρονιστικούς στόχους. Ο ευεργέτης Παύλος
Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης έδωσε αντί συμβολικού τιμήματος τα τσιφλίκια του στην Ελλάδα
και ο Κωνσταντίνος Ζάππας τα διέθεσε δωρεάν στο κράτος ώστε να διανεμηθούν
στους ακτήμονες. Στις αρχές του 20ού αιώνα χάρις κυρίως στις ανωτέρω δωρεές το
ελληνικό κράτος είχε μετατραπεί σε κορυφαίο γαιοκτήμονα. Στελέχη της πολιτικής
σκηνής διηύθυναν την επιτροπή διαχείρισης των Ζαππείων κτημάτων και το
Θεσσαλικό Γεωργικό Ταμείο επεκτείνοντας τις πελατειακές σχέσεις στην ύπαιθρο.

Ο κολίγος είχε δικαίωμα να βόσκει τα προς συντήρηση της οικογενείας του μικρά και μεγάλα, έπρεπε όμως να πληρώνει ενοίκιο
Ορισμένες φορές μάλιστα απαιτούνταν η παροχή εγγυήσεων από τους
αγροφύλακες για την ανάληψη της εργασίας τους ώστε να είναι και αυτοί
αλλά και οι εγγυητές πιεστικά προσδεμένοι στα συμφέροντα των
τσιφλικάδων. Οι κολίγοι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν και ένα ποσό για
την πληρωμή της αγροφυλακής.
Στα λιβάδια του τσιφλικιού ο κολίγος είχε και ανταγωνιστές τους
νομάδες κτηνοτρόφους. Οι νομάδες κτηνοτρόφοι που ξεχειμώνιαζαν στα
θεσσαλικά τσιφλίκια αποτελούνταν κυρίως από τις φυλές των Σαρακατσαναίων
και των Βλάχων. Κατά τον ύστερο 19ο αιώνα στη Θεσσαλία
ήταν παρόντες και Αλβανοί είτε ως βοσκοί είτε ως εργάτες γης. Οι βοσκοί
ένιωθαν ότι η κάθε είδους κατάργηση της οικονομικής μονάδας του
τσιφλικιού θα συνοδευόταν από στέρησή τους από τη βοσκήσιμη γη είτε με
την επέκταση της γεωργικής γης σε βάρος των λιβαδιών είτε με την
ανάπτυξη κοπαδιών από τους νέους ιδιοκτήτες. Αυτή την πιθανότητα της
αποστέρησής τους από τα λιβάδια εκμεταλλεύτηκαν οι τσιφλικάδες και
ανέπτυξαν μια εκτεταμένη συνεργασία με τους νομάδες βοσκούς των κτημάτων
τους ενάντια στις απαιτήσεις των καλλιεργητών της γης.
Αποτέλεσμα αυτών των σχέσεων υπερεκμετάλλευσης υπήρξε και η
υπερχρέωση των κολίγων οι οποίοι έπεφταν συχνά θύματα της τοκογλυφίας
λόγω και της σπανιότητας του χρήματος στην ελληνική ύπαιθρο.
Οι κατοικίες των κολίγων
Το επίπεδο διαβίωσης των κολίγων φαίνεται ιδιαίτερα από τις κατοικίες
τους. Στην πεδινή Θεσσαλία τα σπίτια τους ήταν πλινθόκτιστα και
μπορούμε να τα χωρίσουμε σε δύο τύπους: Αυτά στα οποία έμεναν πάνω από
μία οικογένειες τα οποία ήταν μεγαλύτερα και πιο περίπλοκα δομημένα και
στα απλούστερα και μικρότερα στα οποία μάλλον έμενε μια ευρεία
οικογένεια. Τα πιο σύνθετα σπίτια μπορεί να είχαν μέχρι και 11 δωμάτια.
Πρόκειται για τον τύπο της σαρτάρας. Όλα τα σπίτια ήταν πλινθόκτιστα και
στις περισσότερες περιπτώσεις είχαν ενιαία σκεπή με κεραμίδια. Η σκεπή
ήταν συνήθως σε άθλια κατάσταση και περνούσαν μέσα στο σπίτι η βροχή και
το χιόνι. Στην είσοδο υπήρχε χαγιάτι. Τα δωμάτια φωτίζονταν από
παράθυρα ή φεγγίτες. Τα παράθυρα μερικές φορές είχαν παντζούρια και πολύ
σπάνια τζάμια. Τα δωμάτια δεν διέθεταν πάτωμα και ταβάνι. Σπανίως όμως
υπήρχε κάποιο μεμονωμένο δωμάτιο με πάτωμα και ταβάνι. Δεν είχαν όλα τα
δωμάτια εστίες και οι περισσότερες ήταν χωρίς καπνοδόχο. Τα σπίτια είχαν
εκτεταμένα προαύλια. Συνήθως στα προαύλια υπήρχε πηγάδι με γλυφό νερό
και καλύβες οι οποίες ήταν κατασκευασμένες με βέργες και η σκεπή τους
αντί για κεραμίδια είχε χόρτα και χρησίμευαν για αποθήκευση του κάρου
και των εργαλείων.
Οι πόρτες των σπιτιών συνήθως είχαν ύψος γύρω στα 150 εκατοστά. Τα
ντουλάπια ήταν σπάνια και ελάχιστα δωμάτια διέθεταν από ένα. Τα
περισσότερα δωμάτια διέθεταν εσοχές στους τοίχους, τις ονομαζόμενες
«πουλίτσες». Ο Δ. Μπούσδρας αποκάλεσε τις κατοικίες των κολίγων
«τρώγλες». Ο Σ. Τριανταφυλλίδης τις συνέδεε με την έλλειψη υγείας στον
πληθυσμό του κάμπου. Τα σπίτια είχαν ικανό αριθμό στάβλων, αχυρώνων και
χαγιατιών που ήταν συνεχόμενοι με το οικιστικό πλέγμα της κατοικίας και
ένα χώρισμα αρκούσε για να διαχωρίσει το δωμάτιο από τον στάβλο. Οι
στάβλοι ήταν μεγαλύτερα σε έκταση κτίσματα από τα σπίτια, γεγονός που
δείχνει το μέγεθος και την σημασία της κτηνοτροφίας για τους κατοίκους
του οικισμού. Οι στάβλοι και οι αχυρώνες είχαν συνήθως μεγαλύτερες
πόρτες από τις πόρτες των σπιτιών τόσο σε ύψος όσο και σε πλάτος. Τα
χαγιάτια χρησιμοποιούνταν και ως στάβλοι και αχυρώνες. Μερικές φορές
υπήρχε και μαγειρειό με έκταση ανάλογη ενός δωματίου. Η εστία του
μαγειρειού δεν είχε καπνοδόχο.
Το κάθε σπίτι διέθετε και τουλάχιστον έναν κήπο. Εκτός από τα
λαχανικά ο κήπος είχε και καρποφόρα και μη καρποφόρα δέντρα. Ένα τμήμα
του ήταν σπαρμένο με κριθάρι το οποίο χρησίμευε και για την τροφή των
μικρών αρνιών. Η βόσκηση σε δημητριακά είναι πανάρχαια αγροτική συνήθεια
στη Θεσσαλία. Σε σύνθετα σπίτια που φιλοξενούσαν πολλές οικογένειες
υπήρχαν πιο ευρύχωροι κήποι, οι οποίοι κάποτε έφταναν και τη συνολική
έκταση των 12 στρεμμάτων. Η συνηθισμένη έκταση των κήπων για ένα σπίτι
ήταν 2-3 στρέμματα.
Οι κατοικίες των κολίγων ήταν χώροι οι οποίοι δεν πληρούσαν
στοιχειώδεις όρους υγιεινής. Χωρίς πατώματα, χωρίς τζάμια και πολλές
φορές χωρίς παντζούρια, συνεχόμενα με στάβλους, αχυρώνες και αποθήκες
αγροτικών προϊόντων προφανώς αποτελούσαν εστίες μόλυνσης των κατοίκων
τους. Οι δυστυχισμένοι κολίγοι εκτεθειμένοι στο δριμύ ψύχος του χειμώνα
πολλές φορές στερούνταν τη θαλπωρή της φωτιάς και υπέφεραν χωρίς
παντζούρια και τζάμια. Οι τσιφλικάδες ήταν μονόπλευρα επικεντρωμένοι
στην αύξηση της απόδοσης διά της πλήρους εκμετάλλευσης των κολίγων. Οι
κολίγοι από την πλευρά τους ανέπτυξαν τεχνικές άμυνας και μεγαλύτερης
απόδοσης. Αρκετοί από αυτούς οργανωμένοι στα πλαίσια εκτεταμένων
οικογενειών προσπαθούσαν να επιτύχουν τη μέγιστη αξιοποίηση της
εργατικής τους δύναμης με την αποδέσμευση των παραγωγικότερων γυναικών
από τις οικιακές εργασίες. Συνήθως στο σπίτι έμενε μια πολύ ηλικιωμένη ή
μια έγκυος γυναίκα με τα μικρότερα από τα παιδιά της ευρείας
οικογένειας, η οποία μπορεί να αποτελούνταν από αρκετές πυρηνικές
οικογένειες. Επίσης χρησιμοποιούσαν τον γάμο ως στρατηγική ρύθμισης του
εργατικού τους δυναμικού και της καταναλωτικής τους δαπάνης. Ο γάμος
γινόταν ή πριν από τις ιδιαίτερα απαιτητικές σε εργατική δύναμη
γεωργικές εργασίες, ώστε να αυξηθεί η εργατική δύναμη της οικογένειας, ή
μετά το τέλος τους ώστε να απαλλαγεί η οικογένεια από τη χειμερινή
διατροφή του πλεονάζοντος εργατικού της δυναμικού.
Σε αντίθεση με τις τρώγλες των κολίγων, τα κονάκια των τσιφλικάδων
κυριαρχούσαν στον χώρο λόγω θέσης, μεγέθους και ύψους. Πολλές φορές
διέθεταν κούλια, δηλαδή μια πυργοειδή κατασκευή για την εποπτεία του
χώρου, και ανεμόμυλο. Πολλά από αυτά δεν προορίζονταν για κύρια κατοικία
αλλά για εποχιακή. Κοντά στο κονάκι υπήρχαν βοηθητικά κτίσματα, π.χ.
αμαξοστάσιο, κτίριο για κατοικία του επιστάτη και του λοιπού προσωπικού,
κτίριο για εναπόθεση εργαλείων και γεωργικών μηχανημάτων και μαγειρείο.
Άλλοι χώροι προορίζονταν για την αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων γεωργικών
και κτηνοτροφικών προϊόντων και ξηραντήρια καπνού. Υπήρχαν επίσης
στάβλοι, κοτέτσι ακόμη και χώρος για τις κυψέλες το αποκαλούμενο
μελισσομάνδρι.
Το τσιφλίκι και η εθνική οικονομία στον ύστερο 19ο αιώνα
Η θέση των κολίγων στο τσιφλίκι είχε γίνει δυσχερέστερη με το
δυσμενέστερο νομικό τους καθεστώς μετά το 1881. Άλλος παράγοντας όξυνσης
των σχέσεων πρέπει να ήταν η διεθνής οικονομική κρίση της περιόδου
1873-1896. Η κρίση στην Ελλάδα συνοδεύτηκε από υπερχρέωση, αύξηση της
φορολογίας, τον πόλεμο του 1897 και την καταλήστευση των Θεσσαλών από
τον στρατό κατοχής και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.
Συνεπώς η κρίση αυτή προκάλεσε χειροτέρευση των όρων ζωής των αγροτών
και συνακόλουθα ταχεία αύξηση της μετανάστευσης. Στις αρχές του 20ού
αιώνα την αρνητική κατάσταση επέτεινε η εισαγωγή γεωργικών μηχανημάτων
τα οποία εξοικονομούσαν ώρες εργασίας.
Η μεγάλη γαιοκτησία και το πλέγμα παραγωγικών σχέσεων που ανέπτυξε
παρουσίασε σοβαρή υστέρηση στην αξιοποίηση των τεχνολογικών βελτιώσεων
της εποχής και αποτέλεσε τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας,
ώστε να βρεθεί αντιμέτωπη με ένα σύνολο κοινωνικών ομάδων συσπειρωμένων
γύρω από το αίτημα για οικονομικό εκσυγχρονισμό.
Η είσοδος νέων γαιοκτημόνων δεν αποτέλεσε παράγοντα εκσυγχρονισμού
της οικονομίας γιατί οι νέοι ιδιοκτήτες δεν έβλεπαν το τσιφλίκι ως
επενδυτική επιλογή αλλά ως καταπίστευμα που θα τους συνέδεε με τα
ανώτερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα της χώρας και ως εφαλτήριο για
ανάδειξη στην πολιτική σκηνή. Οι καταπιεστικές και αναχρονιστικές
παραγωγικές σχέσεις που συντηρούσε, προσανατολισμένες ετεροβαρώς προς
την εκμετάλλευση του παράγοντα εργασία, είχαν αποτέλεσμα να βρεθεί στο
στόχαστρο των κοινωνικών αγώνων. Κατά συνέπεια, το ζήτημα της μεγάλης
γαιοκτησίας αναδεικνύεται ως ένα θέμα συνδεδεμένο κυρίως με το αίτημα
αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ των κολίγων, αναδιάταξης των
παραγωγικών σχέσεων αλλά και αύξησης του εγχώριου προϊόντος.
Τα κονάκια των τσιφλικάδων είχαν πυργοειδή κατασκευή για την εποπτεία του
χώρου και διέθεταν βοηθητικά κτίσματα για τους επιστάτες και το προσωπικό. Το
«Παλάτι του Κριεζώτη» στην Τριάδα Εύβοιας, κτισμένο το 1898
Βιβλιογραφία
Αγριαντώνη Χρ.,
Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Αθήνα 1986.
Αντώνη Αντ. «Large land ownership in Thessaly
and the shifting national environment. Economic reforms and social conflicts
(1881-1912)», Archives of economic history, τ. ΧΧ/1 Ιανουάριος – Ιούνιος 2008,
σελ. 67-84.
Αντωνίου Αντ.,
«Δημοσιονομικές επιπτώσεις της ένωσης της Θεσσαλίας με την Ελλάδα», Πρακτικά
Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας και πολιτισμού της Θεσσαλίας, Θεσσαλονίκη 2008.
Αντωνίου Αντ. –
Μπρέγιαννη Αικατ., «Όψεις της θεσσαλικής ενσωμάτωσης (1881-1899). Οι άνθρωποι,
το νόμισμα, οι μηχανισμοί της πίστης», Ιστορικά τ. 38/2003, σ. 133-162.
Σακκής Δ. –
Αντωνίου Αντ. «Όψεις Νεοελληνικής Ιστορίας (1833-1945), Αθήνα 2008.
Καλλιβρετάκης
Λ., Η δυναμική του αγροτικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Αθήνα
1990.
Καταφυγιώτου Λ.,
Ιστορία της Θεσσαλίας και οι Θεσσαλοί αγρόται, Αθήναι 1947, σ. 121-123.
Κοφινάς Γ. –
Ζαλοκώστας Π., Γενική έκθεσις περί του εν Θεσσαλία Σακχαροποιείου των αδελφών
Σ. & Γ. Χρηστάκη Ζωγράφου, Εν Αθήναις 1906.
Μπούσδρας Δημ.,
Η απελευθέρωση των σκλάβων αγροτών, Αθήνα 1951.
Σίδερι Α., Η
γεωργική πολιτική της Ελλάδος κατά την λήξασαν εκατονταετίαν (1833-1933), Αθήνα
1934.
Τριανταφυλλίδης
Σ., Οι κολλίγοι της Θεσσαλίας. Μελέτη
περί μορτής, Βόλος 1906.
Τσουλφίδης Λ.,
Οικονομική ιστορία της Ελλάδας, Θεσσαλονίκη 2013.
* Ο Αντώνης
Α. Αντωνίου είναι διδάκτορας Πανεπιστημίου Paris 1-Sorbonne
**
Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #33 του HotDoc.History που κυκλοφόρησε στις 4
Μαρτίου 2018. Διατηρούνται οι ιδιότητες των προσώπων όπως είχαν την εποχή της
δημοσίευσης.
https://www.documentonews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.