Music Of The Day

Εκτακτες ειδήσεις

Τα βουνά του παγκοσμίου δημοσίου χρέους έφτασαν στα 100 τρις $

 

Τα βουνά του παγκοσμίου δημοσίου χρέους έφτασαν στα 100 τρις $

.

Η ανάπτυξη της Δύσης στηρίχθηκε μετά το 1970 καθαρά στο χρέος – το οποίο σήμερα πλησιάζει στα ανώτερα δυνατά επίπεδα του, αυξάνοντας τους τόκους εξυπηρέτησης του και τους φόρους, ενώ περιορίζει παράλληλα τις δυνατότητες περαιτέρω ανόδου του ΑΕΠ, οπότε μείωσης του δείκτη χρέους/ΑΕΠ. Με δεδομένο δε το ότι, ο καπιταλισμός μοιάζει με ένα αεροπλάνο, με έναν πύραυλο καλύτερα που μπορεί να πετάει μόνο προς τα επάνω, ενώ εάν σταματήσει απλά γκρεμίζεται, εντείνει το πρόβλημα – χωρίς να φαίνεται κάποιο άλλο σύστημα που θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την άνοδο του αντιπάλου μπλοκ του δολαρίου, των χωρών των BRICS που έχουν διευρυνθεί στους BRICS+, ειδικά της Κίνας, δεν αφήνει καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι, αφενός μεν οι κίνδυνοι μίας πρωτόγνωρης παγκόσμιας ύφεσης και κραχ είναι μεγαλύτεροι από ποτέ, αφετέρου ότι ευρισκόμαστε σε πορεία ενός νέου παγκοσμίου πολέμου – ο οποίος θα μπορούσε να αποφευχθεί μόνο με μία διεθνή συνδιάσκεψη αναδιάρθρωσης των χρεών, μέσω της οποίας αντιμετωπίζονται πάντοτε οι χρεοκοπίες, εν προκειμένω του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος και του πλανήτη.

.

Ανάλυση

Στα τέλη του 2024 το παγκόσμιο δημόσιο χρέος, το οποίο είναι διαφορετικό από το συνολικό (δημόσιο και ιδιωτικό, στα 315 τρις $ το πρώτο τρίμηνο του 2024, πηγή), θα ξεπεράσει στα 100 τρις $, σύμφωνα με το ΔΝΤ – κυρίως λόγω των ΗΠΑ που δανείζονται σαν να μην υπάρχει αύριο. Σημαίνει δε πως τα κράτη ζουν πέρα από τις δυνατότητες τους με την έννοια ότι, τα δημόσια χρέη έχουν υπερβεί το ύψος που θα ήταν βιώσιμο.

Τα 100 τρις $ δημόσια χρέη, αντιστοιχούν στο 93% του παγκοσμίου ΑΕΠ – ενώ το ΔΝΤ έχει ζητήσει μία ταχεία και βιώσιμη υποχώρηση τους, προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές κρίσεις χρέους, με συνέπειες που είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Εν προκειμένω, τα οικονομικά επιχειρήματα του ΔΝΤ είναι εν πρώτοις σωστά – ειδικά το ότι, οι κυβερνήσεις δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπίζουν με νέα χρέη τα προβλήματα τους.

Οφείλουν δηλαδή να αναζητούν λογικές λύσεις που οδηγούν τελικά σε καλύτερες πολιτικές. Εν τούτοις, οι προτάσεις του ΔΝΤ είναι αντίθετες με το πνεύμα της εποχής – λόγω του ότι, οι συντηρητικές δημοσιονομικές πολιτικές είναι δύσκολες, χρονοβόρες και μη δημοφιλείς. Είναι όμως έστω οικονομικά εφικτές;

Για να απαντηθεί το παραπάνω, η πρώτη ερώτηση που θα έθετε κανείς είναι η εξής: «Εάν τα κράτη του πλανήτη ζουν πάνω από τις δυνατότητες τους, δηλαδή ξοδεύουν περισσότερα από όσα κερδίζουν, ποιος ζει κάτω από τις δυνατότητες του και σε ποιο βαθμό, ξοδεύοντας λιγότερα από όσα κερδίζει, αφού το άθροισμα και των δύο είναι πάντα μηδενικό»;

Η απάντηση εδώ είναι πολύ απλή: «Τα ιδιωτικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις μαζί, ζουν ακριβώς 100 τρις $ κάτω από τις δυνατότητες τους». Γιατί; Επειδή ο κόσμος στο σύνολο του δεν μπορεί παρά να ζει σύμφωνα με τις δυνατότητες του – αφού απλά δεν υπάρχουν άλλοι παράγοντες.

Στα πλαίσια αυτά, εάν θέλει κανείς να καταλήξει σε μία τεκμηριωμένη κρίση σχετικά με το δημόσιο (εθνικό) χρέος, πρέπει να απαντήσει στην εξής επόμενη ερώτηση: «Τα ιδιωτικά νοικοκυριά και οι εταιρείες αποταμίευαν εθελοντικά αυτά τα 100 τρις $, δηλαδή ζούσαν εκούσια κάτω από τις δυνατότητες τους ή τους ανάγκασαν τα κράτη να το κάνουν;»

Η απάντηση εδώ είναι επίσης απλή και αναμφισβήτητη: «Κανένας δεν μπορεί να αναγκάσει νοικοκυριά και εταιρείες να μην ξοδεύουν μέρος των εισοδημάτων τους, αλλά να το αποταμιεύουν τοποθετώντας το στις τράπεζες ή στις κεφαλαιαγορές, αναμένοντας κέρδη από τόκους, μερίσματα ή υπεραξίες».

Από την άλλη πλευρά όμως, όποιος τοποθετεί οικειοθελώς τα χρήματα του στις κεφαλαιαγορές, προφανώς περιμένει ότι θα υπάρξουν άλλοι «παίκτες» που θα είναι πρόθυμοι να ζήσουν πάνω από τις δυνατότητες τους – δηλαδή να δανεισθούν, να επενδύσουν και να πληρώσουν τόκους ή μερίσματα στους αποταμιευτές, από την απόδοση της επένδυσης.

Ποιος όμως θα είναι αυτός ο «παίκτης» ή παράγοντας σε παγκόσμια κλίμακα, όταν τόσο οι ιδιωτικές εταιρίες, όσο και τα νοικοκυριά, προτιμούν να είναι στην πλευρά των αποταμιευτών; Ειδικά οι επιχειρήσεις που δεν είναι πλέον πρόθυμες να επενδύσουν, λόγω των συσσωρευμένων χρεών που θα οδηγήσουν αργά ή γρήγορα σε υφέσεις, σε χρηματιστηριακά κραχ και σε άλλες κρίσεις;

Προφανώς τα κράτη – γεγονός που σημαίνει πως εάν εφαρμοσθεί η πρόταση του ΔΝΤ διεθνώς, εάν δηλαδή τα κράτη σταματήσουν να χρεώνονται, η παγκόσμια οικονομία θα καταρρεύσει. Πώς όμως να συνεχίσουν να χρεώνονται εκείνα τα κράτη που είναι υπερχρεωμένα, όπως κυρίως τα δυτικά, για να υπάρξει ανάπτυξη;

Επομένως οδηγούμαστε σε ένα αδιέξοδο, εάν δεν βρεθεί άλλος τρόπος για να επιλυθεί αυτό το θεμελιώδες μακροοικονομικό πρόβλημα – το οποίο είναι ασφαλώς δύσκολο στην κατανόηση του, αλλά απόλυτα υπαρκτό. Συνδέεται δε άμεσα με το ότι, ο καπιταλισμός μοιάζει με ένα αεροπλάνο, με έναν πύραυλο καλύτερα που μπορεί να πετάει μόνο προς τα επάνω – ενώ εάν σταματήσει, απλά γκρεμίζεται.

Το σημείο χωρίς επιστροφή

Συνεχίζοντας, για να γίνουν προσιτά τα παραπάνω, το πρώτο σημείο που οφείλουμε να καταλάβουμε είναι το ότι, το χρέος μπορεί να είναι καλό ή κακό – κάτι που εξαρτάται από τα εξής δύο κριτήρια:

(α) από το ποιο είναι το κόστος του χρέους, σε σχέση με τις αποδόσεις που μπορούν να επιτευχθούν/κερδηθούν, μέσω της ορθολογικής επένδυσης του και

(β) ποιο είναι το μέγεθος του χρέους, σε σχέση με το εισόδημα που είναι διαθέσιμο για την αποπληρωμή ή την ανανέωση του (roll over).

Για παράδειγμα, εάν μία κυβέρνηση δανεισθεί για δέκα χρόνια με επιτόκιο 4% και κατασκευάσει υποδομές, οι οποίες θα παράγουν οικονομικά κέρδη 10% ή περισσότερο για ένα αόριστο χρονικό διάστημα, αφαιρουμένου φυσικά του κόστους συντήρησης τους, τότε πρόκειται για ένα καλό χρέος – για μία σωστή χρήση δηλαδή των δανειακών χρημάτων.

Εάν όμως τα δανεικά χρήματα χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση μη αποδοτικών επενδύσεων, μη παραγωγικών δηλαδή όπως για δομές παράνομων μεταναστών, τότε πρόκειται για κακό χρέος – αφού δεν προσφέρουν κέρδη για την αποπληρωμή του. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το κρατικό χρέος είναι στα 420 δις €, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι εγγυήσεις του δημοσίου κοκ. – οπότε διερωτάται κανείς εάν είναι πολύ υψηλό, κάτι που εξαρτάται από τα εξής:

Υποθετικά οφείλει κανείς 50.000 € σε μία ανακυκλούμενη πιστωτική γραμμή – όπου, εάν το ετήσιο εισόδημα του είναι 30.000 € και δεν αναμένει μία μεγάλη αύξηση ή μία επιχειρηματική επιτυχία, τότε είναι πολύ υψηλό και αποτελεί τεράστιο πρόβλημα. Εάν όμως το ετήσιο εισόδημα του είναι 500.000 €, τότε το χρέος του είναι πολύ χαμηλό και απόλυτα διαχειρίσιμο. Με απλά λόγια, το χρέος είναι πρόβλημα ή μη, ανάλογα με το διαθέσιμο εισόδημα για την εξόφληση του – ενώ το ίδιο ισχύει και για τα κράτη.

Ειδικότερα, ο δείκτης που χρησιμοποιείται για το εθνικό εισόδημα είναι το ΑΕΠ – όπου, όταν εκφράζει κανείς το εθνικό χρέος ως προς το ΑΕΠ, τότε μπορεί να αποφασίσει εάν το χρέος είναι καλό ή κακό. Εν προκειμένω, σύμφωνα με την πλειοψηφία των οικονομολόγων, η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ στο 30% θεωρείται πολύ καλή – αφού είναι σαν να χρωστάει κανείς 150.000 € και να έχει εισόδημα 500.000 €.

Περαιτέρω, όσο ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ αυξάνεται, προκύπτουν ορισμένες δυσμενείς συνθήκες – όπως το ότι, η απόδοση της επένδυσης που κάποιες φορές ονομάζεται κεϋνσιανός πολλαπλασιαστής, μειώνεται. Δηλαδή, ο δανεισμός και η δαπάνη ενός ευρώ με αναλογία χρέους/ΑΕΠ στο 30%, μπορεί να αποφέρει απόδοση 140 % ή στο 1 € 1,40 € – ενώ ο δανεισμός και η δαπάνη του ίδιου ευρώ με αναλογία 60%, παράγει μόνο 110% απόδοση ή στο 1 € 1,10 €.

Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο η συνθήκη του Μάαστριχτ που διέπει τη δημοσιονομική πολιτική της ΕΕ, θέτει ως ανώτατο όριο χρέους/ΑΕΠ το 60% κάτι που πλέον αγνοείται, με εξαίρεση τη Γερμανία. Η οικονομική έρευνα δε καθιστά σαφές πως το ανώτατο όριο της σχέσης χρέους/ΑΕΠ είναι το 90% – όπου πρόκειται για το οριακό σημείο, μετά το οποίο η απόδοση ενός ευρώ που δανείσθηκε και δαπανήθηκε είναι κάτω του 100% ή κάτω του 1 €.

Με απλά λόγια, όταν το χρέος υπερβεί το 90% του ΑΕΠ, τότε όχι μόνο δεν εισπράττεται το 1 € που δανείσθηκε και δαπάνησε το κράτος αλλά, ακόμη χειρότερα, προστίθεται περισσότερο στον αριθμητή (=χρέος) παρά στον παρανομαστή (=ΑΕΠ) – γεγονός που καθιστά την αναλογία χρέος/ΑΕΠ χειρότερη και ως εκ τούτου μειώνει την απόδοση του επομένου ευρώ που δανείζεται και δαπανά το κράτος.

Αυτός είναι λοιπόν ο μαθηματικός τρόπος που ερμηνεύει την παγίδα του χρέους – από την οποία δεν μπορεί να εξέλθει ένα κράτος με νέα δανεικά. Στο παράδειγμα της Ελλάδας, το κρατικό χρέος της είναι στα 420 δις €, έναντι ενός πληθωριστικού και αναθεωρημένου ΑΕΠ ύψους 225 δις € – οπότε στο 187% του ΑΕΠ της και άρα πολύ υψηλότερο από την κόκκινη γραμμή του 90%, ενώ αυξάνεται συνεχώς από τα δημοσιονομικά ελλείμματα.

Ακόμη όμως και αν λάβουμε υπ’ όψιν το αναθεωρημένο δημόσιο χρέος των 369 δις € μετά την αφαίρεση του ενδοκυβερνητικού χρέους, για το οποίο έχουμε πολλές επιφυλάξεις (πηγή), το χρέος ως προς το ΑΕΠ είναι στο 164% του ΑΕΠ (πηγή) – άρα ξανά πολύ επάνω από την κόκκινη γραμμή, οπότε η επένδυση 1 € αποδίδει κατά πολύ λιγότερο.

Οι μοναδικές λύσεις επομένως για να αναπτυχθεί η χώρα είναι είτε η αναδιάρθρωση («κούρεμα»), έτσι ώστε το χρέος/ΑΕΠ να είναι κάτω από το 90% και ή δυνατόν στο 60%, είτε ο πληθωρισμός – μέσω του οποίου το ονομαστικό χρέος μπορεί να αυξάνεται, αλλά η πραγματική του αξία μειώνεται.

Ο πληθωρισμός όμως φτωχοποιεί τη μεσαία τάξη και εξαθλιώνει την κατώτερη – κάτι που στην Ελλάδα θα ήταν θανατηφόρο μετά από σχεδόν 15 χρόνια μνημονίων, ενώ φυσικά δεν μπορεί να επιτευχθεί με το ευρώ που δεν εξαρτάται μόνο από την ίδια (αν και ο πληθωρισμός πρόσθεσε ήδη 31 δις € στο ΑΕΠ μας, μειώνοντας το πραγματικό χρέος).

Η τρίτη δυνατότητα για τη μείωση του δημοσίου χρέους είναι η πώληση των δημοσίων επιχειρήσεων (για τη μείωση του κόκκινου ιδιωτικού οι πλειστηριασμοί ή/και η δημιουργική καταστροφή του Schumpeter)όπου όμως το κράτος χάνει τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους του που μεταφέρονται στο εξωτερικό, αυξάνει το εξωτερικό του χρέος, παύει να εισπράττει μερίσματα οπότε είναι υποχρεωμένο να αυξήσει τους φόρους εξαντλείοντας τη φοροδοτική ικανότητα των Πολιτών του κοκ. Στην περίπτωση της Ελλάδας, παρά το ξεπούλημα (=ιδιωτικοποιήσεις/παραχωρήσεις σε εξευτελιστικές τιμές), η άνοδος του δημοσίου χρέους είναι ασταμάτητη – ενώ έχει απλά επιβραδυνθεί βραχυπρόθεσμα.

Τέλος, γενικότερα όσον αφορά τον πλανήτη, το δημόσιο χρέος έχει επίσης υπερβεί την κόκκινη γραμμή, αφού ευρίσκεται στο 93% παρά το μεγάλο πληθωρισμό που προηγήθηκε – οπότε έχουμε μόλις εισέλθει σε μία προβληματική ζώνη που δεν επιτρέπει μεγάλη αισιοδοξία για το μέλλον, αφού έχουμε φτάσει πια στο σημείο χωρίς επιστροφή.

Οι ΗΠΑ

Συνεχίζοντας, η περίπτωση των ΗΠΑ είναι η πιο προβληματική, αλλά ενδεχομένως η λιγότερο δύσκολη στην επίλυση της – όσο τουλάχιστον το δολάριο παραμένει το νούμερο ένα παγκόσμιο αποθεματικό και συναλλακτικό νόμισμα, καθώς επίσης οι ΗΠΑ υπερδύναμη (ανάλυση), ελέγχοντας πλήρως το σύστημα του χρέους (ανάλυση).

Ειδικότερα, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έχει φτάσει στα 35,7 τρις $, με το ΑΕΠ τους στα 27,36 τρις $ τέλη του 2023 – οπότε σχεδόν στο 130%, μείον την αύξηση του ΑΕΠ το 2024. Εν προκειμένω, πριν από μερικές εβδομάδες το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, το οποίο παρακολουθεί τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό για λογαριασμό του κοινοβουλίου της Ουάσιγκτον, διόρθωσε τους προηγούμενους υπολογισμούς του, σε μεγάλο βαθμό λόγω της νέας στρατιωτικής βοήθειας για την Ουκρανία και το Ισραήλ – αναφέροντας πως το νέο χρέος των ΗΠΑ θα είναι υψηλότερο κατά 400 δις $, από όσο προβλεπόταν την άνοιξη.

Το ποσόν αυτό είναι σχεδόν διπλάσιο από το ΑΕΠ της Ελλάδας ή λίγο χαμηλότερο από ολόκληρο το κρατικό μας χρέος – οπότε καθόλου αμελητέο. Το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα δε των ΗΠΑ το 2024, αναμένεται να υπερβεί τα 2 τρις $ – ενώ η επιτροπή για έναν υπεύθυνο ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, μία συντηρητική δηλαδή δεξαμενή σκέψης της Ουάσιγκτον, υπολόγισε τι θα συνέβαινε με τις δαπάνες της χώρας, στην περίπτωση εκλογής του D. Trump ή της K. Harris.

Σύμφωνα με αυτούς τους υπολογισμούς, μόνο οι φορολογικές υποσχέσεις του Trump θα αύξαναν το χρέος των ΗΠΑ κατά 7,5 τρις $ τα επόμενα δέκα χρόνια – ενώ της Harris κατά 3,5 τρις $. Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς, εάν οι ΗΠΑ σκοπεύουν να υιοθετήσουν τη Σύγχρονη Νομισματική θεωρεία (ΜΜΤ) – τη νέα τάση στην οικονομία (ανάλυση), κατά την οποία μία χώρα δεν μπορεί ποτέ να χρεοκοπήσει στο δικό της νόμισμα, οπότε έχει τη δυνατότητα να ξοδεύει όσα θέλει, με μοναδικό όριο τον πληθωρισμό.

Το γεγονός βέβαια ότι, οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονται για την δημοσιονομική πειθαρχία που μέσω του ΔΝΤ θέλουν να επιβάλλουν στους άλλους, δεν αποτελεί μία νέα εξέλιξη – αφού έχουν συνεχή ελλείμματα από τη δεκαετία του 1970, με μία σύντομη εξαίρεση της προεδρίας B. Clinton στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση δε του 2008, τα ελλείμματα και το χρέος εκτοξεύθηκαν στα ύψη – μία πορεία που ξεκίνησε μεν από τον B. Obama, αλλά συνεχίσθηκε από τους επομένους προέδρους και κορυφώθηκε από τον J. Biden με τη στήριξη της Ουκρανίας, με προγράμματα για την καταπολέμηση της πανδημίας, για την τόνωση ορισμένων βιομηχανιών, για την προσέλκυση ξένων επιχειρήσεων κλπ.

Εξέλιξη δημοσίου χρέους των ΗΠΑ

Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ είναι πλέον μία από τις βιομηχανικές χώρες με τους χαμηλότερους φόρους – στο 27,7% του ΑΕΠ, όταν στην Αυστρία, για παράδειγμα, είναι στο 43,1%. Ξοδεύουν όμως για τις πληρωμές τόκων, ύψους 900 δις $ το 2024, το 15% του προϋπολογισμού τους ή το 3,1% του ΑΕΠ τους – όταν η Αυστρία λίγο περισσότερο από 1% (η Ελλάδα βέβαια ξοδεύει περίπου τα ίδια με τις ΗΠΑ, εάν όχι περισσότερα). Σε κάθε περίπτωση, έχουν περιθώρια αύξησης των φόρων – ενώ μπορεί μεν να τους κόστισε ο πόλεμος της Ουκρανίας, αλλά τα οφέλη τους από την πώληση LNG και πολεμικού εξοπλισμού κυρίως στην ΕΕ, είναι μεγαλύτερα.

Δύο παράγοντες τώρα βοηθούν τις ΗΠΑ στην τρέχουσα στρατηγική τους – εν πρώτοις  το δολάριο ως παγκόσμιο συναλλακτικό νόμισμα, το οποίο είναι το πιο σημαντικό στο διεθνές εμπόριο. Εν προκειμένω, με εξαίρεση την Ευρώπη όπου κυριαρχεί το ευρώ, στις άλλες ηπείρους, μεταξύ 75 και 98% του διασυνοριακού εμπορίου πραγματοποιείται ακόμη σε δολάρια – αν και η χρήση του δολαρίου απειλείται πλέον από τις χώρες των BRICS (ανάλυση).

Ο βασικότερος παράγοντας είναι όμως το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Ειδικότερα, οι κεντρικές τράπεζες διατηρούν διάφορα νομίσματα στο χαρτοφυλάκιό τους, ως στρατηγική διατήρησης της αξίας – όπου σχεδόν το 60% των συναλλαγματικών αποθεμάτων τους είναι βασισμένα σε δολάρια. Συνήθως βέβαια σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα που χρησιμοποιούνται για τη λήψη δανείων – ενώ μόνο η Κίνα και η Ιαπωνία κατέχουν ομόλογα αξίας 2 τρις $, με τα συνολικά αποθέματα σε δολάρια παγκοσμίως να ανέρχονται σε 7,6 τρις.

Με απλά λόγια, οι ξένες κεντρικές τράπεζες έχουν συνεχή ανάγκη για νέα αμερικανικά ομόλογα – για τις ίδιες ή για εταιρείες και τράπεζες στις χώρες τους. Η μεγάλη ζήτηση δε σημαίνει ότι, οι ΗΠΑ μπορούν να δανείζονται αρκετά φθηνά – ενώ επί πλέον δεν υπάρχει αμφιβολία σχετικά με το ότι, η Fed θα παρέμβει σε περίπτωση προβλημάτων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, έτσι ώστε να μειώσει το κόστος επιτοκίων της χώρας.

Ένας επόμενος παράγοντας είναι το ευρώ και η Ευρωζώνη – η οποία όχι μόνο δεν είναι σε θέση να ανταγωνισθεί το δολάριο, αλλά μάλλον διευκολύνει την παγκόσμια κυριαρχία του και την υποταγή της ΕΕ στις ΗΠΑ.

Συμπερασματικά, τα παραπάνω σημαίνουν πως οι ΗΠΑ μπορούν να αυξάνουν τα χρέη τους πολύ πιο εύκολα, συγκριτικά με όλες τις άλλες χώρες – ενώ δεν είναι σαφές εάν το αμερικανικό «πάρτι χρέους» μπορεί να συνεχισθεί για πάντα, παρά το αυξανόμενο κόστος των τόκων και τους πληθωριστικούς φόβους.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, η ανάπτυξη της Δύσης στηρίχθηκε μετά το 1970 καθαρά στο χρέος – το οποίο σήμερα πλησιάζει στα ανώτερα δυνατά επίπεδα του, αυξάνοντας τους τόκους εξυπηρέτησης του και τους φόρους, ενώ περιορίζει παράλληλα τις δυνατότητες περαιτέρω ανόδου του ΑΕΠ, οπότε μείωσης του δείκτη χρέους/ΑΕΠ.

Με δεδομένο δε το ότι, ο καπιταλισμός μοιάζει με ένα αεροπλάνο, με έναν πύραυλο καλύτερα που μπορεί να πετάει μόνο προς τα επάνω, ενώ εάν σταματήσει, απλά γκρεμίζεται, εντείνει το πρόβλημα – χωρίς να φαίνεται κάποιο άλλο σύστημα που θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την άνοδο του αντιπάλου μπλοκ του δολαρίου, των χωρών των BRICS που έχουν διευρυνθεί στους BRICS+, ειδικά της Κίνας, δεν αφήνει καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι, αφενός μεν οι κίνδυνοι μίας πρωτόγνωρης παγκόσμιας ύφεσης και κραχ είναι μεγαλύτεροι από ποτέ, αφετέρου ότι ευρισκόμαστε σε πορεία ενός νέου παγκοσμίου πολέμου – ο οποίος θα μπορούσε να αποφευχθεί μόνο με μία διεθνή συνδιάσκεψη αναδιάρθρωσης των χρεών, μέσω της οποίας αντιμετωπίζονται πάντοτε οι χρεοκοπίες, εν προκειμένω του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος και του πλανήτη.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.