Music Of The Day

Εκτακτες ειδήσεις

Προσχέδιο προϋπολογισμού 2025


Προσχέδιο προϋπολογισμού 2025

.

Πρόκειται για έναν ακόμη διαχειριστικό προϋπολογισμό που χαρακτηρίζεται από χαμηλή ανάπτυξη – επίσης από αβέβαιη, ως προς την πραγματοποίησή της. Οι δαπάνες είναι περιορισμένες, ουσιαστικά κάτω από την αύξηση του πληθωρισμού – ενώ το ΠΔΕ προϋπολογίζεται μεν αυξημένο, αλλά δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι θα πραγματοποιηθεί, ούτε πως οι δαπάνες θα κατευθυνθούν σε παραγωγικές χρήσεις. Το χρέος προβλέπεται να μειωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά κυρίως σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης – με αμφιλεγόμενες πρακτικές ενδοκυβερνητικής μείωσης και πληθωριστικοποίησης του που στηρίζεται στην υπερφορολόγηση. Έτσι η κυβέρνηση εισπράττει τα εύσημα από διεθνείς οίκους που κατέχουν το χρέος και από κερδοσκόπους που αγοράζουν τα εγχώρια πάγια φθηνά – επίσης από τα ΜΜΕ και από τις τράπεζες που επιδοτεί η πλειοψηφία του πληθυσμού που ταλαιπωρείται, ενώ η κυβέρνηση και τα στελέχη των καρτέλ ζουν σε ένα πλουσιοπάροχο παράλληλο σύμπαν. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένας προϋπολογισμός που δεν ανταποκρίνεται στις επιδιώξεις τις κοινωνίας – ούτε στις ανάγκες και τις ικανότητες των Ελλήνων.

.

Κοινοβουλευτική Εργασία

Σχετικά με αυτά που είπε ο υπουργός, πρόκειται δυστυχώς για μισές αλήθειες που είναι χειρότερες από τα ψέματα – όπως για τη μείωση του συντελεστή του ΕΝΦΙΑ, χωρίς να αναφέρει ότι αυξήθηκαν οι αντικειμενικές αξίες οπότε παρέμεινε ο ίδιος, για την αύξηση των δαπανών στην παιδεία χωρίς να προσθέσει πως είμαστε τελευταίοι στην ΕΕ ως ποσοστό του ΑΕΠ και παρά το ότι το ΑΕΠ μας έχει καταρρεύσει, για τις συντάξεις που χαρακτήρισε κρατικές κοινωνικές δαπάνες όταν πληρώνονται από τις εισφορές των εργαζομένων, για τους Πίνακες που παρέθεσε με επιλεκτικά συμφέρουσες χρονικές περιόδους κοκ.

Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού τώρα, πρόκειται για ένα ακόμη διαχειριστικό προσχέδιο, χωρίς την απαιτούμενη άμεση αλλαγή του χρεοκοπημένου οικονομικού, τουριστικού και φορολογικού μας μοντέλου – χωρίς κανένα όραμα και με τη συνήθη εξάρτηση της οικονομίας μας από τον τουρισμό που πλέον έχει φτάσει στα όριά του.

Η ανισορροπία των διδύμων ελλειμμάτων συνεχίζεται, μία από τις παθογένειες δηλαδή της ελληνικής οικονομίας πριν από την κρίση, με κυριότερο το έλλειμμα του εμπορικού μας ισοζυγίου που εκτοξεύθηκε πάνω από τα 22 δις € στο 8μηνο του 2024, συρρικνώνοντας ανάλογα το ΑΕΠ μας – ενώ δεν καλύπτεται καν από τον τουρισμό, στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Ειδικότερα, την περίοδο 2012/2018 η Ελλάδα παρουσίαζε κατά μέσον όρο ετήσιο εμπορικό έλλειμμα της τάξης των 9,9 δις € – ενώ την περίοδο 2019/2023, ο μέσος όρος αυξήθηκε στα 11,3 δις € ή κατά +14%, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά μαζί με πίνακες για όλα όσα αναφέρουμε.

Προφανώς δεν πρόκειται να διορθωθεί το έλλειμμα, όσο δεν παράγουμε και κλείνουν βιομηχανίες, πάνω από 16 τα τελευταία πέντε χρόνια – λόγω του κόστους ενέργειας και της γενικότερης πολιτικής της κυβέρνησης.

Για παράδειγμα, από την επιλέξιμη περίοδο στήριξης των βιομηχανιών για το κόστος ενέργειας, η κυβέρνηση εξαίρεσε το διάστημα από 1.1.22 έως 31.12.24 – ενώ έδωσε μόνο 70 εκ. από τα 150 εκ. που εγκρίθηκαν από την ΕΕ.

Η επόμενη αιτία είναι βέβαια, η εξάρτηση του τουρισμού από τις εισαγωγές, κατά περίπου 75% – σημειώνοντας πως με κριτήριο το εμπορικό μας ισοζύγιο του 2ου τριμήνου του 2024, είμαστε στην προτελευταία χειρότερη θέση, ξεπερνώντας μόνο την Ισλανδία.     

Το μεγάλο διαρθρωτικό πρόβλημα της Ελλάδας τώρα που αναπτύσσεται μεν, λόγω του ότι ευνοείται αυτήν την εποχή ως οικονομία υπηρεσιών, επιδεινώνεται – το ότι δηλαδή παρουσιάζει συνεχώς μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας, οφειλόμενη κυρίως στις χαμηλές εγχώριες και ξένες επενδύσεις.

Εν προκειμένω, παρά το τεράστιο επενδυτικό μας κενό, ο λόγος των επενδύσεων προς το ΑΕΠ ήταν το 2023 στο 13,9% – ενώ ο μέσος όρος της Ευρωζώνης για το ίδιο έτος ήταν 22,2% σύμφωνα με την έκθεση του 1ου τριμήνου του 2024 του γραφείου προϋπολογισμού της βουλής.

Το γεγονός αυτό μειώνει την παραγωγικότητα της εργασίας που αποτελεί γραμμική συνάρτηση των επενδύσεων – σύμφωνα επίσης με το γραφείο προϋπολογισμού της βουλής.

Η παραγωγικότητα δε της εργασίας στην Ελλάδα, είναι πάνω από 30% χαμηλότερη από το μέσο όρο των 38 κρατών του ΟΟΣΑ, παρά την κατάρρευση των μισθών που επέβαλε η Τρόικα – με την Ελλάδα να ήταν 35η στον ΟΟΣΑ το 2022 και τελευταία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στα πλαίσια αυτά, το να αναφέρεται πως ο στόχος είναι η αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος των Πολιτών, όταν στην πράξη συμβαίνει το αντίθετο, με κριτήριο την αρνητική αποταμίευση από το 2020 και μετά, το ότι 9,4% των Ελλήνων το 2023 δεν μπορούσαν να πληρώσουν για υπηρεσίες υγείας, από 5,7% το 2021 και 1% του μέσου όρου της ΕΕ, είναι οξύμωρο – πόσο μάλλον όταν είμαστε προτελευταίοι στο κατά κεφαλήν εισόδημα και τελευταίοι στο ωρομίσθιο.

Εκτός βέβαια εάν αναφέρετε το διαθέσιμο εισόδημα με τον οικονομικό του όρο – τον ονομαστικό μισθό δηλαδή, μείον της ασφαλιστικές εισφορές και τους άμεσους φόρους, αν και ούτε εδώ φαίνεται πως θα αυξηθεί.

Επίσης εκτός εάν συνυπολογίζετε στην αύξηση τα έσοδα από επενδύσεις και ακίνητα που συμπεριλαμβάνονται στο διαθέσιμο εισόδημα, κατά τον ορισμό του ΟΟΣΑ – τα οποία όμως αυξάνονται για λίγους.

Από την άλλη πλευρά η παραγωγικότητα της εργασίας και  η ανταγωνιστικότητα, από τα οποία εξαρτώνται οι μισθοί, προϋποθέτουν τη στήριξη του πρωτογενούς μας τομέα, της μεταποίησης και της βιομηχανίας – όπως με τη δημιουργία ενός υπουργείου βιομηχανίας και καινοτομίας.

Φαίνεται άλλωστε καθαρά από το ότι, η παραγωγικότητα της εργασίας στη μεταποίηση είναι η μοναδική που έχει αυξηθεί, σε σχέση με το 2009 – κατά 43,6% από το 1ο τρίμηνο του 2009 στο 2ο  τρίμηνο του 2024.

Λογικά λοιπόν οι μέσοι μισθοί στον τομέα είναι σημαντικά υψηλότεροι, από τους αντίστοιχους στην υπόλοιπη οικονομία – αν και η μεταποίηση ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι πολύ χαμηλή στην Ελλάδα, σε σχέση με την ΕΕ.

Γενικότερα η βιομηχανία ήταν μόλις στο 8,9% του ΑΕΠ μας το 2023, έναντι 34,2% της Ιρλανδίας, 21,5% της Σλοβακίας κοκ. – ενώ είμαστε πέμπτοι από το τέλος στην ΕΕ.  

Αντίθετα, η παραγωγικότητα στον τουριστικό κλάδο είναι υποδιπλάσια από τη μέση παραγωγικότητα στην οικονομία μας – λόγω της χαμηλής μέσης εξειδίκευσης του κλάδου, της εποχικότητας του προϊόντος του και της αδράνειας του εργατικού δυναμικού εκτός της τουριστικής περιόδου, κατά την έκθεση Πισσαρίδη.

Όσον αφορά δε τις εξαγωγές μας, η συνολική αξία τους κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου/Αυγούστου του 2024 μειώθηκε κατά 1,5% σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ – ενώ πολύ περισσότερο σε όρους όγκου.

Συνεχίζοντας, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ μας το 2025 προβλέπεται στο 2,3% με 2,2% αποπληθωριστή – από 2,2% το 2024 και 3% αποπληθωριστή.

Θεωρούμε πως η πρόβλεψη αυτή είναι  αισιόδοξη, με κριτήριο τις επιμέρους υποθέσεις στις οποίες στηρίζεται – όπως άλλωστε συνέβη το 2024, όπου η αρχική πρόβλεψη ήταν στο 2,9%, υποβαθμίσθηκε στη συνέχεια στο 2,5% και πλέον εκτιμάται στο 2,2%.

Πόσο μάλλον όταν οι προβλέψεις για την ΕΕ είναι χαμηλότερες, στο 1% το 2024 και στο 1,6% το 2025 – με την έννοια πως θα επηρεασθεί η Ελλάδα, λόγω της πιθανότατης μείωσης του τουρισμού και των εξαγωγών, αφού η ΕΕ είναι η μεγαλύτερη τουριστική και εμπορική αγορά μας.

Οι προβλέψεις βέβαια συμπίπτουν με αυτές του Μεσοπρόθεσμου και της ΕΕ, ενώ είναι κοντά σε αυτές της ΤτΕ και του ΟΟΣΑ – μόνο το ΔΝΤ έχει χαμηλότερες, στο 2% για το 2024 και στο 1,9% για το 2025.

Με την αποταμίευση πάντως, από την οποία εξαρτώνται οι επενδύσεις, αρνητική, από +7,01% στα μέσα του 2020, στο -6,18% το 2022 και στο -5,64% το 2024, όταν στην ΕΕ είναι στο +15,66%, με την ακρίβεια στο ζενίθ, ειδικά όσον αφορά τα τρόφιμα, με τους μισθούς στο ναδίρ και με μία νέα ενεργειακή κρίση στον ορίζοντα, μάλλον δεν θα αυξηθεί η ιδιωτική κατανάλωση – όπως προβλέπεται στο προσχέδιο.

Ενδιαφέρον έχει εδώ η ονομαστική άνοδος του ΑΕΠ το 2024 κατά 4,5%, όταν τα φορολογικά έσοδα του κράτους θα αυξηθούν κατά 6% – γεγονός που σημαίνει πως πρόκειται για υπερφορολόγηση, επί πλέον αυτής από τη διατήρηση των ίδιων φορολογικών συντελεστών ΦΠΑ στις αυξημένες τιμές.

Είναι δυνατόν να είναι αλήθεια το ότι, η κυβέρνηση σχεδιάζει να φορολογήσει τα φιλοδωρήματα; Δεν της έφτασε το εγκληματικό χαράτσι των τεκμηρίων κερδοφορίας; Γενικότερα των τεκμηρίων διαβίωσης που πρέπει να καταργηθούν άμεσα;   

Συνεχίζοντας με τον πληθωρισμό (όπου ο υπουργός «ξέχασε» ότι εμείς είχαμε αποπληθωρισμό ενώ η ΕΕ κατά μέσον όρο περί το 2% πληθωρισμό), ο οποίος προβλέπεται στο 2,1%, θα είναι μάλλον υψηλότερος, τουλάχιστον στα βασικά προϊόντα – αν και η ζήτηση μειώνεται στη χώρα μας, με κριτήριο το τζίρο των καταστημάτων λιανικής.

Γιατί μειώνεται; Επειδή η σωρευτική άνοδος του πληθωρισμού είναι στο 20% από το 2020, ενώ η υπερφορολόγηση των Ελλήνων τεράστια – με αποτέλεσμα τη μείωση των πραγματικών μισθών τους.

Σημαντική είναι επίσης η αναδιανομή των εισοδημάτων εις βάρος των εργαζομένων – όπου το 2023 οι μικτοί μισθοί ως προς το ΑΕΠ ήταν στο 34,7% έναντι 47% του μέσου όρου της ΕΕ, ενώ των επιχειρήσεων στο 50,9% έναντι 42,1% στην ΕΕ.

Γιατί συνέβη; Απλούστατα, επειδή οι επιχειρήσεις προσαρμόζουν πιο γρήγορα τις τιμές τους στον πληθωρισμό, από ότι τους μισθούς

Σχετικά τώρα με τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, τα διαχρονικά στατιστικά επιβεβαιώνουν ότι, οι κατοικίες και οι κατασκευές αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό του.

Οφείλεται λοιπόν σε μεγάλο βαθμό στην ακίνητη περιουσία, όπου ο συγκεκριμένος τομέας αποτελεί το 14%, δηλαδή το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη – σημειώνοντας πως οι επενδύσεις σε κατοικίες δεν είναι υγιής τρόπος ανάπτυξης, αλλά μία από τις παθογένειες της μεταπολίτευσης.

Για την πρόβλεψη τώρα ανόδου του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά 8,4%, είμαστε επιφυλακτικοί – με δεδομένο το ότι, ο προϋπολογισμός του 2024 προέβλεπε αύξηση του κατά 15,1%, με την πρόβλεψη τώρα να έχει μειωθεί στο 6,7%, ενώ κάτι ανάλογο συνέβη το 2023, όπου η πρόβλεψη ήταν 15,5% και προσγειώθηκε στο 4%.

Ανησυχητική είναι επιπλέον η συνεχιζόμενη μείωση των άμεσων ξένων επενδύσεων το 2024, παρά το ότι μειώθηκαν κατά 35% το 2023 – πόσο μάλλον όταν αφορούν κατά 45 % περίπου αγορές ακινήτων που είναι απλές εισροές κεφαλαίων, με ασήμαντο πολλαπλασιαστή, ενώ τη βιομηχανία μόλις το 5%.

Εδώ η Ελλάδα έχει πολλές δυνατότητες,  όπως στον πρωτογενή τομέα σε θερμοκήπια,  όπου διαθέτουμε μόλις 50.000 στρέμματα ή ούτε το 1% της καλλιεργήσιμης έκτασης – ενώ η Τουρκία, από την οποία εισάγουμε αγροτικά προϊόντα, 800.000.

Κάτι τέτοιο, σε συνδυασμό με επενδύσεις στην υψηλή τεχνολογία, στην agtech,  θα μπορούσε να αυξήσει την παραγωγικότητα μας έως και 10 φορές –  αντί να εισάγουμε εργάτες γης για χειρωνακτική καλλιέργεια, σαν να είμαστε χώρα του τρίτου κόσμου.

Μεγάλες δυνατότητες υπάρχουν επίσης  στην βιομηχανία και ειδικότερα στην αμυντική, λόγω των εξοπλιστικών δαπανών και των αναγκών της Δύσης σε πολεμικό εξοπλισμό, όπως αυτός που παράγει η ΕΑΣ – όπου όμως η συνεργασία με τους Τσέχους φαίνεται πως εξελίσσεται σε σκάνδαλο και απαιτείται η άμεση ενημέρωση μας.  

Ο τουρισμός πάντως είναι προβληματικός, με μία μέση δαπάνη που μειώνεται συνεχώς, με διπλάσιες αφίξεις από την Πορτογαλία που όμως έχει υψηλότερα έσοδα, οπότε ωφελεί μόνο τα αεροδρόμια που ξεπουλήσαμε, με την εξάντληση των υποδομών μας και με την κακή χρήση του εργατικού μας δυναμικού – αφού απασχολούμε διπλάσιο προσωπικό από την Πορτογαλία, με χαμηλότερα έσοδα.

Περαιτέρω, η άνοδος των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 4% το 2025, όταν το 2024 προβλέπεται στο 4,2%, υψηλότερη από την αύξηση των εισαγωγών κατά 3,6% και 3,8% αντίστοιχα, είναι εξαιρετικά αισιόδοξη – εκτός εάν η άνοδος των τιμών του πετρελαίου που προβλέπεται από τις εξελίξεις στο Ισραήλ, αυξήσει τιμολογιακά τις εξαγωγές πετρελαιοειδών, στραγγαλίζοντας όμως τους Πολίτες.

Η ανεργία προβλέπεται να μειωθεί στο 8,5% με κριτήριο την καταγραφή της ΕΛΣΤΑΤ – ενώ η πραγματική εικόνα είναι διαφορετική, λόγω της μεγάλης μετανάστευσης που περιορίζει το εργατικό δυναμικό και τους επίσης πολλούς μακροχρόνια ανέργους, με βάση τα στοιχεία της ΔΥΠΑ.

Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΥΠΑ οι άνεργοι ήταν 812.958 τον Ιούνιο 2024 – ενώ κατά την ΕΛΣΤΑΤ 456.663, με ποσοστό ανεργίας 9,6%. Εκτός αυτού, η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό είναι χαμηλή στο 68% – κάτω από αυτήν της ΕΕ στο 74%.

Συνεχίζοντας, ένας ακόμη ανασταλτικός παράγοντας της ανάπτυξης, είναι η έλλειψη ρευστότητας και χρηματοδότησης από τις τράπεζες – όπως αναλύσαμε στη συζήτηση του μεσοπρόθεσμου, τεκμηριώνοντας πως το δημόσιο απορροφά όλα τα χρήματα των τραπεζών, στραγγαλίζοντας την οικονομία.

Αν μη τι άλλο, έπρεπε μία τουλάχιστον τράπεζα, η ΕΤΕ, να είναι κρατική, για να εξασφαλίζει τον ανταγωνισμό των τραπεζών που σήμερα λειτουργούν ως καρτέλ – όχι να ξεπουλάει η κυβέρνηση την ΕΤΕ ή να επιτρέπει στις συστημικές να μοιράζουν μερίσματα στους μετόχους τους, από τα θηριώδη και αφορολόγητα κέρδη τους, λόγω του αναβαλλόμενου των 20 δις €.

Τονίζουμε εδώ πως είναι απαράδεκτη η συνεχής διεύρυνση της διαφοράς μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων από τις ελληνικές τράπεζες, στο 5,84% τέλη του 2023 – όπως άλλωστε οι τεράστιες προμήθειες που επιβάλλουν, ενώ συρρικνώνουν παράλληλα τα υποκαταστήματα και τις υπηρεσίες τους.

Η κυβέρνηση οφείλει να παρέμβει ενεργητικά, επίσης όσον αφορά τα τραπεζικά τεχνάσματα και τους πλειστηριασμούς – πόσο μάλλον αφού στηρίζει έμμεσα τις τράπεζες, με τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και με τα POS που προωθεί.

Σε σχέση με το αποτέλεσμα του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης, προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ ή 5,9 δις, από 2,4% το 2024 ή 5,6 δις – το οποίο όμως υπερβαίνει τις προβλέψεις του 2,1% ή 4,9 δις.

Συμφωνεί με τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου, κατά το οποίο θα παραμείνει σε αυτά τα επίπεδα έως το 2028 – κάτι που όμως στηρίζεται κυρίως στην υπερφορολόγηση, η οποία είναι επισφαλής, αφού εξαντλείται η φοροδοτική ικανότητα των Πολιτών.

Η ερώτηση μας εδώ είναι εάν στο πρωτογενές πλεόνασμα έχουν ληφθεί υπ’ όψιν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου που αυξήθηκαν στα 2,6 δις – πόσο μάλλον όταν, σύμφωνα με το ΕΣ, είναι υψηλότερες.

Γιατί υψηλότερες; Επειδή, κατά παραβίαση των συνταγματικών αρχών, η ενημέρωση του Μητρώου Δεσμεύσεων από τους φορείς της Κεντρικής Διοίκησης γίνεται χειροκίνητα – οπότε το πραγματικό ύψος των απλήρωτων υποχρεώσεων δεν αποτυπώνεται με ακρίβεια, αφού υφίστανται υποχρεώσεις που δεν έχουν καταχωρηθεί στο Μητρώο Δεσμεύσεων των φορέων, με αποτέλεσμα την υποεκτίμηση των σχετικών μεγεθών.

Η επόμενη ερώτηση μας είναι εάν έχουν δημιουργηθεί προβλέψεις για τα αναδρομικά 2,5 δις των συνταξιούχων που είναι υποχρεωτικές, στο πλαίσιο των αρχών του άρθρου 79 παράγραφος 2 του Συντάγματος – όπου αναμένεται η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου, εκτός εάν τη γνωρίζετε ήδη και είναι αρνητική.   

Υπολογίζονται αλήθεια οι παγωμένοι τόκοι του EFSF; Επί πλέον, υπολογίζονται οι 100.000 εκκρεμείς συντάξεις όπου, εάν τυχόν δεν υπολογίζονται όλα αυτά, μόνο πρωτογενές πλεόνασμα δεν έχουμε;

Το αρνητικό βέβαια είναι η κατακόρυφη άνοδος των δαπανών για τόκους, σε επίπεδο Κεντρικής Κυβέρνησης, από τα 4,9 δις το 2022, στα 8,2 δις το 2024 και στα 7,7 δις το 2025 – λόγω του συνεχούς δανεισμού της κυβέρνησης, με έντοκα γραμμάτια και με repos.

Μειώνεται βέβαια η επιβάρυνση από τα swaps στα 6,9 δις το 2025, αλλά με κριτήριο την γενικότερα αβέβαιη εικόνα όσον αφορά τον ενδοκυβερνητικό δανεισμό, δεν μπορούμε να εφησυχάζουμε.

Πώς είναι δυνατόν αλήθεια να αυξάνεται το χρέος της κεντρικής διοίκησης κατά 50,5 δις με δανεικά από το 2019 έως το 2023, αλλά της Γενικής κυβέρνησης μόνο κατά 25 δις; Δεν είναι παράδοξο;   

Σημειώνουμε πάντως ότι, η δαπάνη σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης εμφανίζεται στον Πίνακα 2.1 υψηλότερα – στα 9,3 δις το 2025. Η απορία μας λοιπόν είναι γιατί υπάρχει αυτή η διαφορά, με τα στοιχεία στον Πίνακα 3.2.

Όσον αφορά τα έσοδα από φόρους, προβλέπεται να αυξηθούν με τη βοήθεια του πληθωρισμού στα 68,7 δις € το 2025, από 62,9 δις που προβλέπονταν στον προϋπολογισμό του 2023 – όπου τελικά ανήλθαν στα 66,2 δις €, με υπεραπόδοση κυρίως λόγω της  υπερφορολόγησης, ύψους 3,3 δις €.

Ειδικά ο ΦΠΑ που επιβαρύνει τις πιο αδύναμες εισοδηματικές ομάδες, προβλέπεται στα 26,5 δις το 2025, από 25,2 δις το 2024 – ενώ το 2019, ήταν μόλις 17,6 δις ή 8,9 δις χαμηλότερος.

Μην ισχυρισθείτε εδώ πως η αύξηση οφείλεται στην άνοδο του ΑΕΠ, αφού το πραγματικό μας ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις κατά 11 δις από το 2019 έως το 2023 – ενώ θα αυξηθεί μόλις κατά 2,2% το 2024 ή περί τα 4,3 δις.

Τα έσοδα από το φόρο εισοδήματος των ιδιωτών προβλέπονται στα 15 δις το 2025 από 13,3 δις πρόβλεψη το 2024 – αν και εδώ είχαμε υπεραπόδοση περί το 840 εκ. €, αφού θα κλείσουν στα 14,1 δις.

Προβλέπεται επίσης να αυξηθεί ο φόρος των επιχειρήσεων στα 7,9 δις το 2025, από 6,6 δις πρόβλεψη το 2024 – ενώ υπήρξε σημαντική υπεραπόδοση 1,1 δις, αφού έκλεισαν στα 7,7 δις €.  

Ενδεχομένως να οφείλονται στα υπερκέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων – όχι όμως του καρτέλ των τραπεζών που δεν πληρώνει, λόγω του αναβαλλόμενου φόρου.

Όσον αφορά τις δαπάνες, θα αυξηθούν στα 80,5 δις το 2025 από 76,2 δις το 2024, όπου υπερέβησαν τις προϋπολογισθείσες ύψους 74,6 δις κατά 1,6 δις – χωρίς ακόμη να έχουν δοθεί αποζημιώσεις για τις πλημμύρες, ούτε να έχουν επανορθωθεί οι ζημίες στις υποδομές που συνολικά έχουν εξαγγελθεί στα 3 δις από τον ΠΘ μόνο για την Θεσσαλία.

Η άνοδος δε των δαπανών προκύπτει από κάποιες αγορές, στις μεταβιβάσεις που ενδεχομένως αφορούν εξοπλιστικά – καθώς επίσης από την αύξηση των τόκων, στο χρέος της Κεντρικής Διοίκησης.

Συνεχίζοντας με τους μισθούς του δημοσίου, δεν φαίνεται να υπάρχουν αυξήσεις στους στις παροχές σε εργαζομένους που προβλέπονται στον Πίνακα 2.1 στα 14,6 δις και μειώνονται σε σχέση με το 2024 – όπου ήταν στα 14,9 δις μετά τις αυξήσεις που δόθηκαν με το νέο μισθολόγιο/επιδόματα και προέκυψε πρόσθετη δαπάνη 900 εκ. για το 2024, σε σχέση με το 2023.

Δεν μπορούμε όμως να καταλάβουμε πώς συνδέεται με την αύξηση των μισθών στο δημόσιο κατά 1,067 δις, με βάση τον Πίνακα 2.4 για τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις – οπότε θα θέλαμε να μας το εξηγήσετε.

Σημειώνουμε δε ότι, δεν προβλέπεται τιμαριθμική άνοδος για τους μισθούς στις αυξήσεις του μεσοπρόθεσμου – ενώ προβλέπεται μόνο για τις συντάξεις.

Από την άλλη πλευρά, οι συντάξεις στους ΟΚΑ θα ανέλθουν στα 34,5 δις το 2025 από 33,5 δις προϋπολογισθέντα το 2024 – οπότε πρόκειται για μία αύξηση 3%.

Όμως, δεν φαίνεται να υπολογίζεται η αύξηση των παροχών συντάξεων κατά 1 δις σε νέους συνταξιούχους, εάν ισχύει – οπότε θα θέλαμε να μας απαντήσετε.

Αξιοσημείωτο είναι εδώ το ότι, δεν υπάρχει αύξηση στις αποδόσεις περιουσίας των ΟΚΑ – αφού προβλέπονται στα 1,4 δις το 2025, όσο και το 2024.

Επομένως, η μεταρρύθμιση του κ. Χατζηδάκη με τα golden boys των ακινήτων, δεν απέδωσε – όπως ακριβώς είχαμε προβλέψει.

Είναι θετική πάντως η αύξηση των εισφορών – στα 27,3 δις το 2025, από 26,9 δις το 2024.

Το παράδοξο είναι όμως το ότι, δεν υπάρχουν έσοδα από πιστωτικούς τόκους ούτε στους ΟΚΑ, ούτε στους ΟΤΑ, ούτε στα Νομικά Πρόσωπα – 1,2 δις το 2025 όσο και το 2023, σύμφωνα με τον Πίνακα 2.1. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να δανείζουν την κεντρική διοίκηση όλο και περισσότερο, έτσι ώστε να μειώνεται το χρέος Γενικής Κυβέρνησης, αλλά να μην έχουν έσοδα από τόκους;

Όσον αφορά τον προϋπολογισμό των νοσοκομείων, είναι γνωστά τα προβλήματα – ενώ συνεχίζουν να υπάρχουν ελλείψεις σε προσωπικό και ΜΕΘ. Αυξάνονται οι δαπάνες στα 3,84 δις το 2025 από 3,76 το 2024, αλλά μόλις κατά 2,1% – όσο ο γενικός πληθωρισμός.

Οι μισθοί αυξάνονται στα 880 εκ. από 862 εκ., προφανώς χωρίς σημαντικές προσλήψεις, ενώ παρέχονται 61 εκ. από τις παρεμβάσεις του Πίνακα 2.4 για κίνητρα και εφημερίες. Επομένως δεν υπάρχουν σημαντικές αυξήσεις.

Συνεχίζοντας με τα εξοπλιστικά που αποτελούν σημαντικό θέμα εθνικής ασφαλείας, προβλέπονται να αυξηθούν κατά 0,86 δις το 2025,  με βάση το μεσοπρόθεσμο. Στην σελίδα 40 όμως αναφέρονται 1,74 δις για αγορές παγίων στοιχείων – κυρίως οπλικών συστημάτων Πόσα είναι μόνο για τους εξοπλισμούς;

Πού οφείλεται αναλυτικά η αύξηση; Στην πληρωμή για τις Belhara; Για τα drone switchblade που συζητήθηκαν πρόσφατα; Συμπεριλαμβάνεται η 4η Belhara;

Ρωτάμε, επειδή το σωστό είναι να δίνονται παραγωγικά τα χρήματα μας – όπως για τη ναυπήγηση κορβετών στα ναυπηγεία μας και για drone, αντί για την αγορά μεταχειρισμένων, πανάκριβων και ακατάλληλων για τις συνθήκες μας οπλικών συστημάτων από το εξωτερικό.

Σχετικά πάντως με την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από το έλλειμμα που αναφέρθηκε πέρυσι ότι επιδιώκει η κυβέρνηση, τι ακριβώς επετεύχθη; Εμείς είμασταν επιφυλακτικοί – αφού ακόμη και αν εξαιρούνταν από το έλλειμμα, θα προστίθεντο στο χρέος.

Στο ΠΔΕ τώρα, ανέρχεται στα 9,2 δις € και το ΤΑΑ στα 5,1 δις – οπότε ναι μεν είναι στο ύψος που ζητούσαμε ανέκαθεν, ξεπερνώντας τα 10 δις, αλλά ένα μεγάλο μέρος του αφορά κοινωνικές δράσεις.

Εν προκειμένω, χωρίς την παραγωγική χρήση του ΠΔΕ δεν εξασφαλίζεται η βιώσιμη ανάπτυξη – ενώ έχουμε εκφράσει κατά τη συζήτηση του Μεσοπρόθεσμου επιφυλάξεις για τα ποσά που αναφέρονται, με δεδομένη την υποπραγματοποίηση στο σκέλος του ΤΑΑ και στα συγχρηματοδοτούμενα ΕΣΠΑ.

Περαιτέρω, το χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης, συνεχίζει να αυξάνεται στα 408 δις το 2025 από 356 δις το 2019 – απλά πληθωριστικοποιείται και μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Το χρέος δε της Γενικής Κυβέρνησης  μειώνεται, αφενός από τον ενδοκυβερνητικό δανεισμό που μας είναι πολύ ασαφής και ύποπτος, αφετέρου από τον πληθωρισμό – στο  149,1% του ΑΕΠ το 2025.

Εάν βέβαια επιστρέψει η ύφεση, θα αυξηθεί απότομα, όπως συνέβη στο παρελθόν – ενώ ασφαλώς δεν είναι βιώσιμο αλλά απλά εξυπηρετίσημο, λόγω της μετάθεσης των 96 δις του EFSF για μετά το 2032 και του παγώματος των τόκων του, όπου πλέον θα πρέπει να προστεθούν οι μισοί κατά τη Eurostat.

Συμπερασματικά, πρόκειται για έναν ακόμη διαχειριστικό προϋπολογισμό που χαρακτηρίζεται από χαμηλή ανάπτυξη – επίσης από αβέβαιη, ως προς την πραγματοποίησή της.

Οι δαπάνες είναι περιορισμένες, ουσιαστικά κάτω από την αύξηση του πληθωρισμού – ενώ το ΠΔΕ προϋπολογίζεται μεν αυξημένο, αλλά δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι θα πραγματοποιηθεί, ούτε πως οι δαπάνες θα κατευθυνθούν σε παραγωγικές χρήσεις.

Το χρέος προβλέπεται να μειωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά κυρίως σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης – με αμφιλεγόμενες πρακτικές ενδοκυβερνητικής μείωσης και πληθωριστικοποίησης του που στηρίζεται στην υπερφορολόγηση.

Έτσι η κυβέρνηση εισπράττει τα εύσημα από διεθνείς οίκους που κατέχουν το χρέος και από κερδοσκόπους που αγοράζουν τα εγχώρια πάγια φθηνά – επίσης από τα ΜΜΕ και από τις τράπεζες που επιδοτεί η πλειοψηφία του πληθυσμού που ταλαιπωρείται, ενώ η κυβέρνηση και τα στελέχη των καρτέλ ζουν σε ένα πλουσιοπάροχο παράλληλο σύμπαν.

Σε κάθε περίπτωση, είναι ένας προϋπολογισμός που δεν ανταποκρίνεται στις επιδιώξεις τις κοινωνίας – ούτε στις ανάγκες και τις ικανότητες των Ελλήνων.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.
https://analyst.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.