Η βασική αιτία της εκλογής Trump και η αντίφαση στις υποσχέσεις του
Η βασική αιτία της εκλογής Trump και η αντίφαση στις υποσχέσεις του
. |
Όπως δείχνουν τα αποτελέσματα των Αμερικανικών εκλογών, ο D. Trump κέρδισε κυρίως επειδή κατάφερε να τον στηρίξουν οι ηττημένοι του πληθωρισμού – οι οποίοι φυσικά αδυνατούν να καταλάβουν πως οι υποσχέσεις του διακρίνονται από μία μεγάλη αντίφαση. Ποια είναι αυτή; Το ότι δεν μπορεί κανείς να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, αυξάνοντας ταυτόχρονα τους δασμούς – κάτι που θα φανεί σύντομα.
.
Ανάλυση
Στις μετεκλογικές δημοσκοπήσεις, το 22% των Αμερικανών ψηφοφόρων δήλωσαν πως ο πληθωρισμός τους είχε προκαλέσει μεγάλα προβλήματα – ενώ το 73% από αυτούς ψήφισαν Trump. Από το 53% τώρα που είπε ότι, ο πληθωρισμός τους προκάλεσε μέτρια προβλήματα, η πλειοψηφία ψήφισε επίσης υπέρ του Trump – ενώ από το 24% των Πολιτών που ανέφερε πως ο πληθωρισμός δεν τους δημιούργησε κανένα πρόβλημα, το 78% ψήφισε υπέρ της Harris.
Ανάλογο ήταν το αποτέλεσμα, όσον αφορά την οικογενειακή οικονομική κατάσταση – όπου, όποιος είχε την εντύπωση ότι, η οικονομική κατάσταση της οικογένειας του ήταν καλύτερη σε σχέση με τέσσερα χρόνια πριν, ψήφισε σε ποσοστό 83% Harris. Εν τούτοις, επρόκειτο μόλις για το 24% των ψηφοφόρων – αφού το 45% θεωρούσε την οικονομική του κατάσταση χειρότερη και το 80% από αυτούς ψήφισε Trump.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι, η εκλογή Trump οφείλεται κυρίως στην ψήφο διαμαρτυρίας ενάντια στην ακρίβεια - η οποία καθορίζεται από τους μισθούς, σε σχέση με τις τιμές. Επομένως, η εκλογική του στρατηγική «να παίξει το χαρτί του πληθωρισμού», ήταν σωστή – σημειώνοντας πως η κεντρική προεκλογική του υπόσχεση ήταν ο τερματισμός του πληθωρισμού.
Αυτό ακριβώς τόνιζε ξανά και ξανά στις ομιλίες του, πυροδοτώντας τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων που είχαν μειωμένη αγοραστική δύναμη εναντίον της κυβέρνησης – ενώ, ένα συμβολικό παράδειγμα της «ιδιοποίησης» του πληθωρισμού για ψηφοθηρικούς λόγους, ήταν η χρησιμοποίηση μίας μικρής και κανονικής συσκευασίας «Tic-Tac», για να δείξει με μία εικόνα την απώλεια της αγοραστικής δύναμης, για την οποία κατηγορούσε φυσικά τους Δημοκρατικούς.
Βέβαια, η κατηγορία του δεν ήταν εντελώς αβάσιμη – αφού το κόμμα των Δημοκρατικών είχε σαφώς υποτιμήσει την «πολιτική σημασία» του πληθωρισμού. Δηλαδή το ότι, ο πληθωρισμός θολώνει την αξία των καθημερινών μικρών απολαύσεων – πως μειώνει τη διάθεση των ανθρώπων, κάθε φορά που ψωνίζουν από τα Σουπερμάρκετ ή πληρώνουν λογαριασμούς.
Πόσο μάλλον όταν οι χαμένοι του πληθωρισμού αδιαφορούν για τις στατιστικές που αφορούν το δείκτη τιμών καταναλωτή, τα επίπεδα των μισθών, τη σύγκριση τους με άλλες χώρες ή την οικονομική ανάπτυξη – μετρώντας μόνο με αυτά που έχουν στις τσέπες τους, ειδικά όταν δεν φτάνουν για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες.
Η στρεβλή εικόνα των Δημοκρατικών
Συνεχίζοντας, με κριτήριο την προεκλογική εκστρατεία των Δημοκρατικών, η οικονομική κατάσταση της χώρας, τους φαινόταν καλή – αφού ο ρυθμός ανάπτυξης είναι σχετικά υψηλός, η ανεργία χαμηλή, ο πληθωρισμός υποχωρεί, πρόσφατα λίγο επάνω από το στόχο του 2% και οι μισθοί άρχισαν ξανά να αυξάνονται.
Η αντικειμενική όμως εικόνα, έχει μεγάλη απόσταση από την υποκειμενική – με την έννοια πως οι χαμένοι του πληθωρισμού βλέπουν μεν πως η οικονομία αναπτύσσεται, αλλά οι ίδιοι πρέπει να έχουν μία δεύτερη θέση εργασίας για να τα βγάλουν πέρα. Επίσης πως ο επίσημος ρυθμός ανόδου του πληθωρισμού μειώνεται, αλλά τα ψώνια παραμένουν ακριβά – οπότε τα επίπεδα απογοήτευσης διατηρούνται υψηλά. Τέλος πως οι μισθοί αυξάνονται, αλλά αναπληρώνουν μόνο τις απώλειες της αγοραστικής τους δύναμης των προηγουμένων ετών – οπότε δεν είναι ικανοποιημένοι.
Εν προκειμένω, από τον Απρίλιο του 2021 έως το Φεβρουάριο του 2023, ο ρυθμός ανόδου του πληθωρισμού ήταν υψηλότερος από την εξέλιξη των μισθών – γεγονός που σημαίνει ότι, οι πραγματικοί μισθοί (=αφαιρουμένου του πληθωρισμού), είχαν μειωθεί, με την έννοια πως οι Αμερικανοί είχαν χάσει σε αγοραστική δύναμη. Για πολλούς δε Αμερικανούς, τα δύο πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Biden ήταν συνδεδεμένα με θυσίες – παρά το ότι η κρίση είχε ξεκινήσει από πριν, λόγω της πανδημίας.
Η εξέλιξη είχε βέβαια αντιστραφεί από το Μάρτιο του 2023, αφού έκτοτε οι μισθοί αυξάνονταν ταχύτερα από τον πληθωρισμό – ενώ από τον Ιανουάριο του 2021 που ανέλαβε ο Biden έως σήμερα, οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 20,5% και οι τιμές κατά 19,9%, οπότε η μέση αύξηση των πραγματικών μισθών είναι πλέον 0,6%.
Εν τούτοις, εδώ πρόκειται για μέσες τιμές – αφού τα μεμονωμένα ποσοστά πληθωρισμού και οι αυξήσεις μισθών, συνήθως αποκλίνουν σημαντικά από τους μέσους όρους. Για παράδειγμα, επειδή τα τρόφιμα και η ενέργεια, δηλαδή τα βασικά καθημερινά αγαθά, έχουν γίνει πολύ πιο ακριβά από το μέσον όρο του πληθωρισμού, τα μικρομεσαία εισοδήματα έχουν υποστεί αρκετά μεγαλύτερη επιβάρυνση – έχουν δηλαδή σημαντικά υψηλότερη απώλεια αγοραστικής δύναμης, σε σχέση με τα υψηλά εισοδήματα.
Εύλογα, αφού οι δαπάνες για την αντιμετώπιση των καθημερινών αναγκών, ως ποσοστό των μισθών, είναι πολύ μεγαλύτερες για τα μικρομεσαία εισοδήματα, από ότι για τα υψηλά – ενώ τα χαμηλά εισοδήματα ψωνίζουν διαφορετικά από τα υψηλά. Επομένως, ο μέσος όρος δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτικός για τους χαμένους του πληθωρισμού – ενώ υπεισέρχεται επί πλέον ένα ψυχολογικό αποτέλεσμα, αφού η πτώση της αγοραστικής δύναμης προξενεί απογοήτευση.
Μπορεί δε η πτώση να αμβλύνεται αργότερα, επειδή πια οι μισθοί αυξάνονται ταχύτερα από τις τιμές, αλλά το γεγονός αυτό απλά μετριάζει την απογοήτευση – δεν οδηγεί δηλαδή σε ικανοποίηση. Πόσο μάλλον όταν οι επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να αντιδρούν πολύ πιο γρήγορα στις αυξήσεις των τιμών με ανάλογες αυξήσεις, από τους μισθωτούς, όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας (γράφημα) – γεγονός που οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη απογοήτευση τα χαμηλά εισοδήματα.
Συμπερασματικά λοιπόν, επειδή οι απώλειες των πραγματικών μισθών καλύφθηκαν στο τέλος της θητείας της κυβέρνησης Biden, οι ψηφοφόροι δεν πρόλαβαν να ξεχάσουν την απογοήτευση τους – ενώ, σύμφωνα με μελέτες, το σοκ, η αβεβαιότητα και οι φόβοι για το μέλλον, εξακολουθούν να υπάρχουν σε πολλούς ψηφοφόρους.
Η αντίφαση του Trump
Περαιτέρω, ο Trump υποσχέθηκε από τη μία πλευρά τον τερματισμό του πληθωρισμού, αλλά από την άλλη θέλει να επιβάλει δραστικούς δασμούς στις εισαγωγές: 20% σε όλες, εκτός από τις κινεζικές που σχεδιάζει να τις αυξήσει κατά 60%.
Το 2023 όμως, η ΗΠΑ αγόρασαν κινεζικά προϊόντα αξίας 427 δις $ - ενώ μόνο από τη Γερμανία 160 δις $. Γενικότερα δε, οι ΗΠΑ έχουν ένα τεράστιο εμπορικό έλλειμμα, ύψους σχεδόν 4% του ΑΕΠ τους – γεγονός που σημαίνει ότι, εισάγουν πολύ περισσότερα από όσο εξάγουν.
Οι δασμοί τώρα οδηγούν φυσικά σε υψηλότερες τιμές – αφού οι ξένοι πωλητές είναι λογικό να μετακυλήσουν το αυξημένο δασμολογικό κόστος στις τιμές των εξαγωγικών αγαθών τους, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει. Εν προκειμένω, ο Trump ισχυρίσθηκε στις προεκλογικές ομιλίες του πως οι ξένες χώρες θα πλήρωναν τους δασμούς – κάτι που τυπικά ισχύει, αλλά προφανώς θα ακρίβαιναν τις τιμές τους. Στην ουσία λοιπόν πρόκειται για φόρους που επιβαρύνουν τους εγχώριους καταναλωτές – ενώ τους εισπράττει το κράτος.
Ο Trump βέβαια δήλωσε πως θα το κάνει, για να υποστηρίξει την εγχώρια παραγωγή των ΗΠΑ – σύμφωνα με το σλόγκαν του «Αγοράζω Αμερικανικά – Απασχολώ Αμερικανικά» (Buy American, Hire American). Εν τούτοις, οι ΗΠΑ δεν έχουν εγχώρια παραγωγή αντικατάστασης των ακριβότερων εισαγωγών ή μπορούν μεν να τη στηρίξουν, αλλά παράλληλα με υψηλότερες τιμές. Κατά δεύτερο λόγο, η εγχώρια παραγωγή γίνεται επίσης πιο ακριβή, όταν οι δασμοί αυξάνουν τις τιμές των εισαγομένων ενδιάμεσων αγαθών – τα οποία είναι απαραίτητα για την παραγωγή των τελικών προϊόντων.
Με απλά λόγια, οι δασμοί μπορεί να αποτελούν την κατάλληλη προστασία για τις στρατηγικές και κρίσιμες βιομηχανίες ή για τις αναπτυξιακές πολιτικές των φτωχών χωρών, αλλά όχι για ένα κράτος όπως οι ΗΠΑ – πόσο μάλλον όταν το δολάριο βασίζει τη θέση του ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, στα ελλείμματα του Αμερικανικού Ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών.
Σε κάθε περίπτωση, οι δασμοί και η πτώση του πληθωρισμού είναι δύο αντιφατικές μεταξύ τους ενέργειες – ενώ η αναπλήρωση των εισαγομένων από την εγχώρια παραγωγή απαιτεί χρόνο και επενδύσεις, καθώς επίσης μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ή μείωση των μισθών που μάλλον δεν θα είναι πρόθυμοι να υποστούν οι Αμερικανοί.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η υιοθέτηση δασμών από τα μεγάλα κράτη, οδηγεί συνήθως σε εμπορικούς πολέμους – αφού οι χώρες που υφίστανται δασμούς στις εξαγωγές τους, επιβάλουν αντίστοιχους στις εισαγωγές. Έτσι περιορίζεται το διεθνές εμπόριο και πυροδοτείται πληθωρισμός – γεγονός που οδηγεί σε εσωτερικές αναταραχές, ενώ οι εμπορικοί πόλεμοι σε γεωπολιτικές συγκρούσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.