Τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και το δίλημμα Triffin
|
Ανάλυση
Σύμφωνα με την ΤτΕ, το 2024 το έλλειμμα του συνολικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαίων μας (το οποίο αντιστοιχεί στις ανάγκες της οικονομίας για χρηματοδότηση από το εξωτερικό) αυξήθηκε σε σχέση με το 2023 κατά 3,9 δις € (πηγή) - οπότε διαμορφώθηκε σε 15,1 δις € ή στο 6,4% του πληθωριστικού ΑΕΠ των 237,5 δις €. Στο πρώτο εξάμηνο του 2025 ακολούθησε την ίδια ανοδική πορεία – στα 7,6 δις €!
Με δεδομένο δε το ότι, μία χώρα δεν χρεοκοπεί τόσο από το δημόσιο χρέος, όσο από το εξωτερικό, πρόκειται ασφαλώς για το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας – σημειώνοντας πως το συγκεκριμένο έλλειμμα σημαίνει ότι, εισάγουμε περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες από όσα εξάγουμε, οπότε ζούμε πάνω από τις δυνατότητες της οικονομίας μας και χρεωνόμαστε ανάλογα.
Σημαίνει επίσης πως το νόμισμα μίας χώρας με ελλείμματα υποτιμάται, ενώ με πλεονάσματα ανατιμάται – όπου, εάν πρόκειται για ένα κράτος μέλος μίας νομισματικής ένωσης, όπως η Ελλάδα, η υποτίμηση «αντικατοπτρίζεται» στην πτώση των πραγματικών μισθών (υπενθυμίζοντας την εσωτερική υποτίμηση που μας επέβαλε η Τρόικα, δηλαδή την ονομαστική μείωση των μισθών).
Παρεμπιπτόντως εδώ, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποτελεί μέρος του ισοζυγίου πληρωμών – ενώ αποτελείται από το «εμπόριο» αγαθών, υπηρεσιών, πρωτογενούς εισοδήματος και δευτερογενούς εισοδήματος. Το πιο σημαντικό στοιχείο δε του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, είναι συνήθως το εμπορικό ισοζύγιο – δηλαδή, η διαφορά μεταξύ των εξαγωγών και των εισαγωγών αγαθών, όπου το 2024 στην Ελλάδα είχαμε έλλειμμα ύψους 34,6 δις € ή σχεδόν 15% του ΑΕΠ.
Το ισοζύγιο υπηρεσιών καταγράφει, μεταξύ άλλων, τα ταξίδια (τουρισμός), τις υπηρεσίες μεταφορών, τις υπηρεσίες πληροφορικής και τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες - ενώ το υποτμήμα του πρωτογενούς εισοδήματος, καταγράφει τις διασυνοριακές συναλλαγές από την απασχόληση και τις επενδύσεις (πληρωμές τόκων και μερισμάτων, εισόδημα από άμεσες επενδύσεις κλπ.).
Τέλος, το δευτερογενές εισόδημα αφορά τις τακτικές διασυνοριακές πληρωμές που δεν αντισταθμίζονται άμεσα από καμία πληρωμή από την άλλη πλευρά - όπως εμβάσματα από αλλοδαπούς εργαζομένους που απασχολούνται στη χώρα προς στις χώρες καταγωγής τους, πληρωμές από την κυβέρνηση σε διεθνείς οργανισμούς κλπ.
Συνεχίζοντας, ο λόγος που ο πρόεδρος Trump επιβάλλει δασμούς στους πάντες, είναι ακριβώς για να ισοσκελίσει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών – το οποίο στις ΗΠΑ υπολογίζεται στο 3,9% του ΑΕΠ τους ή 1,13 τρις $ το 2024.
Επειδή τώρα στη Ελλάδα το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών είναι διπλάσιο και διαχρονικό (γράφημα), ενώ ασφαλώς δεν έχουμε το δικό μας νόμισμα, όπως το δολάριο που είναι επιπλέον παγκόσμιο αποθεματικό (το ευρώ είναι στην ουσία ξένο νόμισμα για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης), θα έπρεπε να μας προβληματίζει ιδιαίτερα.
Πώς μειώθηκαν σε κάποιο βαθμό αυτά τα ελλείμματα της Ελλάδας την εποχή των μνημονίων; Βίαια και εγκληματικά, με την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης (ανάλυση) που μας επέβαλλε η Τρόικα – δηλαδή, με την τεράστια μείωση των ονομαστικών μισθών, η οποία για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία έγινε ανεκτή από τους εργαζομένους.
Ειδικότερα, αφενός μεν φτωχοποιήθηκαν βίαια οι Έλληνες, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να καταναλώνουν όσο προηγουμένως, οπότε να μειωθούν οι εισαγωγές, αφετέρου μειώθηκε το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος των επιχειρήσεων – το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την πτώση των τιμών πώλησης αγαθών και υπηρεσιών τους, την άνοδο της ανταγωνιστικότητας και την αύξηση των εξαγωγών τους (αν και δυστυχώς κυρίως του τουρισμού που είναι εξαγωγές υπηρεσιών και που έκτοτε διπλασιάσθηκαν τα έσοδα του).
Γιατί εγκληματική η πολιτική της Τρόικα; Επειδή τα επακόλουθα της ήταν τρομακτικά – όπως οι εταιρικές χρεοκοπίες, τα κόκκινα δάνεια, η πτώχευση των τραπεζών, η αποβιομηχάνιση, η μείωση του ΑΕΠ, η μαζική μετανάστευση, η πτώση του προσδόκιμου ζωής, η εκτόξευση του δημογραφικού προβλήματος κοκ.
Τι θα έπρεπε να κάνουμε τότε και τώρα για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα; Απλούστατα, πρώτα να υποκαταστήσουμε τα εισαγόμενα προϊόντα με εγχώρια, δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις παραγωγής τους με τη στήριξη του κράτους και μετά να αυξήσουμε τις εξαγωγές εκείνων των αγαθών που έχουμε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα – αφού φυσικά προηγηθεί η έρευνα αγοράς που απαιτείται και αφού δοθούν οι σωστές κατευθύνσεις στους ιδιώτες επιχειρηματίες από το κράτος.
Δυστυχώς όμως, όταν το 80% των προγραμμάτων στήριξης οδηγούνται στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού (ανάλυση), ενώ ο τουρισμός δεν συνδέεται μέσω κινήτρων με την εγχώρια παραγωγή, η αποτυχία είναι προδιαγεγραμμένη – αφού ο τουρισμός έτσι, εκτός από τις ζημίες στις υποδομές και στο φυσικό περιβάλλον που προκαλεί, τροφοδοτείται από εισαγωγές και αυξάνει τα εμπορικά μας ελλείμματα, μειώνοντας ανάλογα το ΑΕΠ.
Με απλά λόγια, μετά την εσωτερική υποτίμηση της Τρόικα, χρησιμοποιήθηκαν τα αυξημένα τουριστικά έσοδα για να καλύψουν το εμπορικό μας έλλειμμα – το οποίο όμως έτσι διογκώθηκε επικίνδυνα (γράφημα), δεν καλύπτεται και μας καθιστά εξαιρετικά ευάλωτους σε μία επόμενη διεθνή κρίση, πολύ περισσότερο από όσο στο παρελθόν. Πόσο μάλλον όταν ο τουρισμός είναι προκυκλικός (=όταν η διεθνής οικονομία πηγαίνει καλά αυξάνεται, όταν όχι καταρρέει - θυμίζοντας την κατακόρυφη πτώση του το 2008 και το 2020) και εντάσεως κεφαλαίου κλάδος, με εξαιρετικά χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας που δύσκολα βελτιώνεται.
Οι συνέπειες του ελλείμματος
Περαιτέρω, μερικά χρόνια τέτοιων ελλειμμάτων δεν οδηγούν απαραίτητα σε μία επιταχυνόμενη διαδικασία αποβιομηχάνισης που θεωρείται ως η βασική τους συνέπεια – δηλαδή στη συρρίκνωση του βιομηχανικού τομέα, η οποία οδηγεί στην απώλεια των καλά αμειβομένων θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, στη μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας και της ικανότητας καινοτομίας, καθώς επίσης στην επικίνδυνη εξάρτηση από εισαγόμενα αγαθά και υπηρεσίες.
Εν τούτοις, τα παρατεταμένα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών σε μία χώρα, δηλαδή αυτά που εκτείνονται σε πολλά χρόνια, πόσο μάλλον σε δεκαετίες (οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, είχαν πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών μόνο σε ένα έτος από το 1985 έως το 2024, ενώ το γερμανικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι σταθερά πλεονασματικό για πάνω από 20 χρόνια), οδηγούν συνήθως στην απώλεια βιομηχανικών τομέων από ξένους ανταγωνιστές – κάτι που είναι ιδιαίτερα σοβαρό, όταν πρόκειται για βιομηχανικούς τομείς με υψηλό δυναμικό καινοτομίας προϊόντων/τεχνολογίας.
Χωρίς εγχώρια παραγωγή, μία ελλειμματική χώρα κινδυνεύει να μείνει πίσω στην εξέλιξη σχετικά γρήγορα – αφού διαθέτει όλο και λιγότερες καινοτόμες εταιρίες, ικανές να συσσωρεύσουν συγκεκριμένη γνώση (τεχνογνωσία, Know How) με την πάροδο του χρόνου, μέσω εξίσου συγκεκριμένων διαδικασιών μάθησης.
Έτσι, μόλις ορισμένες βιομηχανικές παραγωγές εξαφανισθούν σε αυτήν τη χώρα, κλιμακώνεται ο μακροπρόθεσμος κίνδυνος να χαθούν εντελώς οι γνώσεις που απαιτούνται για τη λειτουργία τους – σημειώνοντας ότι, ο βιομηχανικός τομέας παραμένει ο σημαντικότερος μοχλός της τεχνολογικής προόδου και εκείνος με τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα της εργασίας (στην παραγωγικότητα εργασίας προηγείται ο χρηματοπιστωτικός τομέας).
Ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό παράδειγμα αυτής της απώλειας γνώσεων, είναι τα διαστημικά ταξίδια με τις αποστολές στη Σελήνη – όπου, ενώ η NASA πέτυχε τη μία (επανδρωμένη) προσσελήνωση μετά την άλλη στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 (με μία εξαίρεση), περίπου το ένα τρίτο των (μη επανδρωμένων) αποστολών στη Σελήνη διαφόρων χωρών τα τελευταία 20 χρόνια έχουν αποτύχει εν μέρει ή πλήρως, παρά την τεράστια τεχνολογική πρόοδο που έχει σημειωθεί έκτοτε.
Ο βασικότερος λόγος των αποτυχιών αυτών είναι η χαμένη γνώση, επειδή για αρκετές δεκαετίες υπήρχε μικρό ενδιαφέρον παγκοσμίως για προσσεληνώσεις - ενώ οι ερευνητές και οι μηχανικοί που συμμετείχαν εκείνη την εποχή, είναι πλέον ηλικιωμένοι ή δεν ζουν και επομένως δεν μπορούν να συνεισφέρουν τις γνώσεις και την εμπειρία τους.
Οι άλλοι τομείς τώρα και ειδικά ο τομέας των υπηρεσιών, είναι σημαντικοί χρήστες τεχνολογίας που όμως παράγεται αλλού – ενώ συνολικά δεν αντιπροσωπεύουν σημαντική πηγή τεχνολογίας.
Τέλος, εάν μία χώρα δεν λειτουργεί με πλήρη απασχόληση, εάν έχει δηλαδή ανεργία, τότε οι εξαγωγές αγαθών αυξάνουν τη συνολική απασχόληση – ενώ οι εισαγωγές αγαθών που θα μπορούσαν να παράγονται εγχώρια, μειώνουν την απασχόληση. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, οι ελλειμματικές χώρες εξάγουν θέσεις εργασίας - ενώ οι πλεονασματικές εισάγουν.
Το παράδοξο Triffin
Περαιτέρω, στα διεθνή χρηματοοικονομικά, το δίλημμα ή παράδοξο Triffin αναφέρεται στη σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων που προκύπτουν μεταξύ βραχυπρόθεσμων εγχωρίων και μακροπρόθεσμων διεθνών στόχων – για χώρες όμως, των οποίων τα νομίσματα χρησιμεύουν ως παγκόσμια αποθεματικά, όπως ασφαλώς είναι το δολάριο.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με τον Βελγοαμερικανό οικονομολόγο R. Triffin, μία χώρα που έχει ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, δηλαδή ένα νόμισμα που διατηρούν στα συναλλαγματικά τους αποθέματα άλλα κράτη για την υποστήριξη του διεθνούς εμπορίου τους, είναι υποχρεωμένη κατά κάποιον τρόπο να προμηθεύει τον πλανήτη με το νόμισμα της – προκειμένου να ικανοποιεί την παγκόσμια ζήτηση για αυτά τα συναλλαγματικά αποθεματικά.
Η συγκεκριμένη δε λειτουργία προσφοράς, πάντοτε σύμφωνα με τον Triffin, επιτυγχάνεται από τη χώρα του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος από τα ελλείμματα της στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – οπότε, εάν δεχθούμε αυτήν την ερμηνεία, οι ΗΠΑ είναι υποχρεωμένες αναπόφευκτα να έχουν ελλείμματα (κάτι που δεν συμβαίνει όμως με τη Ευρωζώνη, παρά το ότι το ευρώ είναι το δεύτερο μεγαλύτερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, ούτε με τη Ελβετία, την Ιαπωνία κλπ.).
Οι αντιρρήσεις στο δίλημμα Triffin
Συνεχίζοντας, υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις σε σχέση με το παράδοξο Triffin – ξεκινώντας από το ότι ο εκδότης του αποθεματικού νομίσματος, οι ΗΠΑ του δολαρίου εν προκειμένω, παρέχει το νόμισμα όχι μόνο μέσω του ελλειμματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αλλά, επίσης, μέσω του λογαριασμού κεφαλαιακής επάρκειας (η διαφορά είναι ότι, οι τρέχουσες συναλλαγές επηρεάζουν πάντα τον ισολογισμό τρεχουσών συναλλαγών και τον ισολογισμό κεφαλαίου, ενώ οι καθαρές χρηματοοικονομικές συναλλαγές καταγράφονται αποκλειστικά στον ισολογισμό κεφαλαίου).
Το πιο σημαντικό είναι ότι, ο ισχυρισμός περί απαραίτητων και αναγκαίων ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ λόγω του δολαρίου, αγνοεί εντελώς το υπεράκτιο (offshore) χρηματοπιστωτικό σύστημα – το οποίο επιτρέπει στις εμπορικές τράπεζες να εκδίδουν υποχρεώσεις (=καταθέσεις και άλλα βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα χρηματοοικονομικά μέσα), σε ένα νόμισμα διαφορετικό από το εγχώριο δικό τους.
Θεωρητικά δε, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούν να δημιουργήσουν καταθέσεις σε οποιοδήποτε ξένο νόμισμα, στην ονομαζόμενη «αγορά ευρωδολαρίου» - αν και πρακτικά πρόκειται κυρίως για καταθέσεις σε αμερικανικά δολάρια.
Για να γίνει τώρα κατανοητό το θέμα, οφείλει να γνωρίζει κανείς πώς δημιουργείται το χρήμα – όπου οι τράπεζες δεν χρειάζονται τις καταθέσεις των πελατών τους ή χρήματα από την κεντρική τράπεζα για να παρέχουν δάνεια (ανάλυση). Αντίθετα, κάθε φορά που χορηγούν ένα δάνειο, δημιουργούν πρόσθετες καταθέσεις – με την έννοια πως όταν μία τράπεζα χορηγεί ένα δάνειο, καταγράφει την αντίστοιχη πίστωση προς τον πελάτη ως κατάθεση όψεως και επομένως ως υποχρέωση στο σκέλος του παθητικού του Ισολογισμού της (ανάλυση).
Ακριβώς για το λόγο αυτό διαπιστώνουμε στην Ελλάδα πως όταν οι τράπεζες ακολουθούν μία πορεία πιστωτικής επέκτασης, όταν δηλαδή παρέχουν περισσότερα δάνεια στους πελάτες τους, αυξάνονται οι καταθέσεις – οι οποίες φυσικά δεν έχουν καμία σχέση με τις αποταμιεύσεις που στη χώρα μας είναι αρνητικές (γράφημα, στο -8% περίπου το πρώτο τρίμηνο του 2025). Η κυβερνητική προπαγάνδα βέβαια αναφέρεται πάντα στην αύξηση των καταθέσεων, αντί των αποταμιεύσεων – θεωρώντας ότι απευθύνεται σε οικονομικά αναλφάβητους.
Αντίθετα, όταν οι τράπεζες ακολουθούν μία πορεία πιστωτικής συρρίκνωσης, όταν παρέχουν δηλαδή λιγότερα δάνεια όπως στην εποχή των πρώτων μνημονίων, τα χρήματα «καίγονται» (=περιορίζεται η ρευστότητα) και οι καταθέσεις μειώνονται - παρά το ότι μπορεί οι αποταμιεύσεις να μην είναι αρνητικές.
Αυτό που όμως γνωρίζουν ελάχιστοι είναι το ότι, εκτός από τη δημιουργία εγχωρίου (onshore) χρήματος όπου, για παράδειγμα, οι αμερικανικές τράπεζες δημιουργούν χρήματα από το πουθενά χορηγώντας δάνεια σε δανειολήπτες στις ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας το δολάριο ως λογιστική μονάδα, υπάρχει επί πλέον η δημιουργία χρήματος στο εξωτερικό (offshore) – η οποία συμβαίνει όταν τραπεζικά ιδρύματα που εδρεύουν νόμιμα στη νομισματική ζώνη ενός άλλου κράτους, εκδίδουν νομισματικά μέσα εκπεφρασμένα στη λογιστική μονάδα αυτού του άλλου κράτους.
Για παράδειγμα, μία γαλλική τράπεζα στο Λονδίνο, μπορεί να χορηγήσει ένα δάνειο σε αμερικανικά δολάρια σε έναν Κινέζο δανειολήπτη – οπότε, με τη γνωστή διαδικασία, να δημιουργήσει καταθέσεις σε δολάρια εκτός των ΗΠΑ (πηγή, σελίδα 1323).
Παρά το ότι βέβαια οι εμπορικές τράπεζες εκτός των ΗΠΑ μπορούν να δημιουργούν καταθέσεις σε αμερικανικά δολάρια, είναι υποχρεωμένες να λαμβάνουν «πραγματικά δολάρια» με τη μορφή χρήματος της κεντρικής τράπεζας, για αναλήψεις μετρητών και για διατραπεζικό συμψηφισμό. Δηλαδή, για τον συμψηφισμό και την εξισορρόπηση των μεταξύ τους θέσεων, με επακόλουθο το διακανονισμό καθαρών ποσών – τα οποία μπορούν να προέρχονται μόνο από το κεντρικό τραπεζικό σύστημα ή/και από το υπουργείο οικονομικών των ΗΠΑ.
Το γεγονός αυτό σημαίνει μεν ότι, το υπεράκτιο σύστημα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς το εγχώριο σύστημα - αλλά, παρ’ όλα αυτά, όπως οι αμερικανικές τράπεζες, έτσι και οι μη αμερικανικές δημιουργούν υποχρεώσεις σε δολάρια, χρήματα δηλαδή από το πουθενά.
Επομένως, οι μη αμερικανικές τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην αγορά ευρωδολαρίων, δεν είναι καθαροί χρηματοοικονομικοί μεσάζοντες μεταξύ ξένων αποταμιευτών σε δολάρια και δανειοληπτών σε δολάρια – ενώ η ικανότητα τους να εκδίδουν υποχρεώσεις (χρήμα) σε δολάρια, είναι ανεξάρτητη από το ποσόν των καταθέσεων σε αμερικανικά δολάρια εκτός (offshore) των ΗΠΑ. Ποιος όμως υποστηρίζει αυτό το υπεράκτιο χρηματοπιστωτικό σύστημα;
Η βόμβα του υπεράκτιου δολαρίου
Περαιτέρω, δεν είναι εφικτό να εμβαθύνει κανείς στην ιστορία του υπεράκτιου χρηματοπιστωτικού συστήματος που ξεκίνησε στο Λονδίνο τη δεκαετία του 1950 (πηγή, από σ. 24) – ούτε στο πλήθος των προβλημάτων που σχετίζονται με αυτό. Αρκεί ίσως να αναφερθεί ότι, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του είναι πως οι συναλλαγές σε ευρωδολάρια δεν ρυθμίζονται και δεν έχουν την υποστήριξη ενός επίσημου δανειστή έσχατης ανάγκης. Δηλαδή, δεν έχουν την υποστήριξη μίας κεντρικής τράπεζας που, σε μία κρίση, παρέχει κεντρικά χρήματα σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μετά από αίτηση τους – όπως συνέβη με την ΕΚΤ κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους κλπ.
Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, η FED παρενέβη, παρέχοντας 600 δις $ μέσω των swaps κεντρικών τραπεζών, για τη σταθεροποίηση της αγοράς ευρωδολαρίων (πηγή, σ. 6) – γεγονός που σημαίνει ότι, η FED δάνεισε δολάρια σε άλλες κεντρικές τράπεζες, όπως στην ΕΚΤ, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, με τη μέθοδο των swaps.
Εν προκειμένω, τα swaps των κεντρικών τραπεζών είναι συναλλαγές που βασίζονται σε «swap lines» – δηλαδή, σε συμφωνίες μεταξύ δύο κεντρικών τραπεζών, για την προσωρινή ανταλλαγή των νομισμάτων τους. Ειδικότερα, όταν μία κεντρική τράπεζα χρησιμοποιεί τη συμφωνία «swap line» δολαρίου με τη FED, πουλάει ένα ορισμένο ποσόν από το δικό της νόμισμα στη FED, υποθετικά η ΕΚΤ ευρώ, και λαμβάνει ως αντάλλαγμα δολάρια – συνήθως με την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία της αγοράς.
Ταυτόχρονα, συνάπτεται μία συμφωνία swap – όπου η ξένη κεντρική τράπεζα, υποθετικά η ΕΚΤ, αναλαμβάνει την υποχρέωση (και το ρίσκο) να επαναγοράσει το ίδιο ποσόν από το νόμισμα της, με την ίδια συναλλαγματική ισοτιμία, σε μία συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία. Έτσι, η ξένη κεντρική τράπεζα μπορεί να χρησιμοποιήσει τα δολάρια που δανείσθηκε με τον παραπάνω τρόπο, για να στηρίξει τις εμπορικές τράπεζες της περιοχής της ή άλλες που έχουν έλλειψη ρευστότητας σε δολάρια.
Όπως λοιπόν γίνεται κατανοητό, η FED έγινε έμμεσα ο δανειστής έσχατης ανάγκης για τις μη αμερικανικές τράπεζες, υποστηρίζοντας το υπεράκτιο χρηματοπιστωτικό σύστημα όταν χρειάσθηκε – ενώ, με αυτόν τον τρόπο, νομιμοποίησε στην ουσία τη δημιουργία καταθέσεων σε αμερικανικά δολάρια εκτός των ΗΠΑ και των ρυθμιστικών Αρχών τους (πηγή).
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, ορισμένοι μπορεί να θεωρούν ότι, το υπεράκτιο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ένα περιθωριακό φαινόμενο – οπότε ίσως αμφισβητούν τις αντιρρήσεις που βασίζονται σε αυτό, σχετικά με το δίλημμα Triffin.
Εν τούτοις, εφαρμόζοντας μία νέα μέθοδο μέτρησης σε δεδομένα από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) τρεις οικονομολόγοι (πηγή), εκτίμησαν πως το συνολικό ποσόν του μη ρυθμιζόμενου υπεράκτιου χρήματος διεθνώς, έχει φτάσει στο ύψος των 75,8 τρις $ - από τα οποία τα 11,4 τρις $ αποτελούν τον πυρήνα του συστήματος (=δάνεια και ομόλογα), ενώ τα υπόλοιπα 64,4 τρις $ κατανέμονται στην περιφέρεια (=υπεράκτια παράγωγα δολαρίου).
Το ποσόν αυτό, εκτός του ότι αποτελεί βόμβα στα θεμέλια της παγκόσμιας οικονομίας, υπερβαίνει τον όγκο των ρυθμιζόμενων διασυνοριακών μέσων του αμερικανικού δολαρίου – οπότε το συμπέρασμα είναι σαφές. Δηλαδή, σε αντίθεση με αυτά που υποτίθενται στο «δίλημμα Triffin», οι ΗΠΑ δεν χρειάζεται να προμηθεύουν τον πλανήτη μόνες τους με αμερικανικά δολάρια – ούτε να διασφαλίζουν τυχόν αναπλήρωση τους στην αγορά ευρωδολαρίων.
Επομένως δεν ισχύει το «δίλημμα Triffin» - ούτε είναι απαραίτητο να έχουν οι ΗΠΑ ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους, για να στηρίζουν την παγκόσμια ρευστότητα σε δολάρια. Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει είναι εάν το γνώριζαν και απλά κυκλοφορούσαν έναν μύθο που τις βόλευε – σημειώνοντας την παρακάτω φράση του οικονομολόγου και πρώην υπουργού οικονομικών των ΗΠΑ Larry Summers:
«Εάν η Κίνα θέλει να μας πουλήσει πράγματα σε πολύ χαμηλές τιμές και η συναλλαγή περιλαμβάνει την απόκτηση ηλιακών πάνελ που βοηθούν στη μείωση της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής ή την απόκτηση μπαταριών που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα, και σε αντάλλαγμα τους στέλνουμε κομμάτια χαρτιού (=δολάρια) που εκτυπώνουμε, πιστεύετε ότι αυτή είναι μια καλή ή κακή συμφωνία για εμάς; Νομίζω ότι είναι μια καλή συμφωνία για εμάς».
Οι ΗΠΑ βέβαια έχουν τα μέσα για να μην πληρώσουν κανέναν, εάν το θελήσουν, αφού διαθέτουν τον ισχυρότερο στρατό στον πλανήτη, ελέγχουν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα από παντού και είναι η μοναδική υπερδύναμη - οπότε μπορούν πράγματι να συμπεριφέρονται όπως θέλουν. Οι άλλες χώρες όμως όχι - ενώ για να φτάσουν ποτέ οι BRICS σε αυτά τα επίπεδα ή/και για να αντικατασταθεί το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό/συναλλακτικό νόμισμα, θα χρειάζονταν πολλές δεκαετίες, εάν υποθέσουμε πως θα τα κατάφερναν.
Πηγές: Mosler, Grunert, Mitchell, Binder
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.