Ασύμμετρες γεωοικονομικές εξελίξεις
|
Οι μειώσεις των εξαγωγών που θα προκύψουν από την προστατευτική πολιτική των ΗΠΑ με την επιβολή δασμών, απαιτούν υψηλότερα δημόσια ελλείμματα σε μία νομισματική οικονομία όπως οι σημερινές, οπότε χρέη – τα οποία όμως δεν είναι εφικτά για τις χώρες της Δύσης που είναι υπερχρεωμένες. Επομένως θα βρεθούμε σύντομα αντιμέτωποι με ένα επόμενο οικονομικό αδιέξοδο – για το οποίο δεν υπάρχουν εύκολες, ειρηνικές λύσεις. Όσον αφορά την ελληνική ιδιαιτερότητα, με τις αποταμιεύσεις σταθερά αρνητικές στην τελευταία θέση της ΕΕ, όπου ήδη η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας ήταν στα -312,6 δις € το 4ο τρίμηνο του 2024, το αδιέξοδο είναι προ των πυλών – μία βραδυφλεγής βόμβα τεράστιας ισχύος.
.
Ανάλυση
Όπως είναι γνωστό, ο πρόεδρος Trump αντιμετωπίζει τις παγκόσμιες ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το έλλειμμα δηλαδή, με δασμούς, βιομηχανική πολιτική και προστατευτισμό – ενώ το σωστό θα ήταν με την υποτίμηση του δολαρίου κατά 20% έως 30% (ανάλυση). Το αποτέλεσμα θα είναι οι ΗΠΑ να εισάγουν λιγότερα φθηνά αγαθά - μειώνοντας την εξωτερική προσφορά.
Η Ελλάδα βέβαια, με πολύ μεγαλύτερα ελλείμματα στα ισοζύγια της από τις ΗΠΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ (σχεδόν 15% το εμπορικό έλλειμμα και 6,4% το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, όταν στις ΗΠΑ περί το 4% και τα δύο), δεν κάνει απολύτως τίποτα – ενώ στο παρελθόν οι ανισορροπίες αυτές αντιμετωπίσθηκαν από την πολιτική των μνημονίων με τη μείωση των ονομαστικών μισθών, οπότε του κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος. Κάτι τέτοιο είναι όμως αδύνατον σήμερα, αφού οι μισθοί είναι ήδη στο ναδίρ, ενώ το κόστος διαβίωσης στο ζενίθ – οπότε η χώρα μας ευρίσκεται και εδώ σε αδιέξοδο.
Από την άλλη πλευρά η Γερμανία που στηρίζεται στις εξαγωγές, με τεράστια πλεονάσματα (248,7 δις € το 2024 ή 5,78% του ΑΕΠ της), χάνει σταδιακά την εξωτερική ζήτηση - επειδή μπορεί να εξάγει λιγότερα.
Η συγκεκριμένη γεωπολιτική αναδιάταξη, έχει μια βασική μακροοικονομική συνέπεια για τη Γερμανία – με την έννοια ότι, εάν η εξωτερική ζήτηση καταρρεύσει, θα πρέπει να αντικατασταθεί από την εγχώρια ζήτηση, αφού διαφορετικά η ανάπτυξη και η απασχόληση θα δεχθούν πιέσεις. Η κατάσταση αυτή της Γερμανίας, όπως και άλλων ισχυρών χωρών της Ευρώπης, θα έχει μακροοικονομικές συνέπειες και για την Ελλάδα – αφού θα μειωθούν οι εξαγωγές της προς αυτά τα κράτη, καθώς επίσης τα τουριστικά της έσοδα.
Η ευθύνη τώρα, όσον αφορά τη Γερμανία, βαραίνει τους πολιτικούς, αφού θα πρέπει να λάβουν αποφασιστικά αντίμετρα - με υψηλότερες δαπάνες, με μόνιμα ελλείμματα και με μια στρατηγική που δεν θα δημιουργεί νέες ανισορροπίες, αλλά θα αποκαθιστά την παγκόσμια ισορροπία. Θα ενεργήσουν όμως έτσι ή απλά θα μετατρέψουν οι Γερμανοί την οικονομία τους σε πολεμική, όπως η Ρωσία (ανάλυση), για να ανταπεξέλθουν; Εμείς δυστυχώς, με κριτήριο την ιστορία της χώρας που μοιάζει με ποινικό μητρώο, υποθέτουμε το τελευταίο (ανάλυση) – ευχόμενοι φυσικά να μην συμβεί.
Ο μηχανισμός της νομισματικής οικονομίας
Συνεχίζοντας, για να γίνει κατανοητός ο μηχανισμός της νομισματικής οικονομίας στους απλούς ανθρώπους, βοηθάει η εξής απλή αναλογία:
Ένα άτομο εργάζεται 40 ώρες την εβδομάδα και λαμβάνει μια «πίστωση» για αυτήν του την εργασία - με τη μορφή χρήματος. Το χρήμα λοιπόν μπορεί να γίνει κατανοητό, ως ο τιτλοποιημένος χρόνος εργασίας - ένα μέσο ανταλλαγής, με το οποίο κάποιος μπορεί να αποκτήσει το χρόνο εργασίας άλλων.
Εν προκειμένω όποιος εργάζεται 40 ώρες, λαμβάνει μια χρηματική αξία - με την οποία μπορεί να «αγοράσει» 40 ώρες από τον χρόνο εργασίας άλλων ανθρώπων. Εν τούτοις, επειδή αποταμιεύει μέρος αυτών των χρημάτων (κάτι που ισχύει για όλες τις χώρες της ΕΕ αλλά όχι για την Ελλάδα), «διεκδικεί», για παράδειγμα, μόνο 35 ώρες από την εργασία άλλων - δημιουργώντας έτσι ένα κενό ζήτησης. Με απλά λόγια, όσοι εξοικονομούν χρήματα λαμβάνουν λιγότερα από την οικονομία από όσα επενδύουν.
Εάν τώρα λάβουμε υπ’ όψιν ότι, ένα μέρος της εργασίας που εκτελείται δεν αμείβεται, αλλά συμβάλλει στα κέρδη της εταιρείας, το μοντέλο γίνεται πιο περίπλοκο – όχι όμως θεμελιωδώς διαφορετικό.
Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός ότι, ένα μέρος της παραγόμενης εργασίας συσσωρεύεται στην εταιρεία, τα μετακεϋνσιανά μοντέλα γενικά το διατυπώνουν ως εξής: «Η ζήτηση που προκαλείται από την απασχόληση, υπολείπεται της δημιουργούμενης προσφοράς». Το μέρος βέβαια που συσσωρεύεται στην εταιρεία, με τη σειρά του, της επιτρέπει να απαιτήσει την εργασία άλλων.
Επιστρέφοντας στο πρώτο μοντέλο για λόγους απλοποίησης του μηχανισμού, στο οποίο ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα, μέσω του μισθού του, να απαιτήσει 40 ώρες εργασίας, αλλά απαιτεί μόνο 35 ώρες, προκύπτει ένα θεμελιώδες πρόβλημα – το οποίο η μετακεϋνσιανή θεωρία αντιμετωπίζει συστηματικά. Ποιο είναι αυτό;
Το ότι, στις χρηματικές παραγωγικές οικονομίες, προσφέρεται περισσότερη εργασία από όση απαιτεί ο ιδιωτικός τομέας – ενώ οι εταιρείες δημιουργούν θέσεις εργασίας όχι με βάση την προσφορά εργασίας, αλλά με κριτήριο την αναμενόμενη ζήτηση. Με απλά λόγια, όταν η ζήτηση είναι ασθενής, μειώνουν την παραγωγή και απολύουν εργαζόμενους.
Σε αυτό το πλαίσιο η αποταμίευση, το ότι δηλαδή ξοδεύει κανείς λιγότερα από όσα κερδίζει, εξελίσσεται σε ένα μακροοικονομικό πρόβλημα: στο ότι δημιουργείται ένα κενό, στη συνολική οικονομική ροή εσόδων και δαπανών. Εάν λοιπόν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να καλύψει αυτό το κενό, αναπόφευκτα οδηγεί σε ύφεση και ανεργία.
Οι επενδύσεις
Περαιτέρω, ενώ η εταιρική επενδυτική δραστηριότητα θα μπορούσε θεωρητικά να αντισταθμίσει την έλλειψη ζήτησης από τα νοικοκυριά, αυτός ο μηχανισμός αποτυγχάνει στην πράξη εδώ και δεκαετίες – αφού οι επενδύσεις παραμένουν στάσιμες, ενδεχομένως επειδή οι προσδοκίες είναι υποτονικές και όχι λόγω έλλειψης αποταμιεύσεων, όπως συνήθως αναφέρεται.
Ειδικότερα, σε μια νομισματική οικονομία οι επενδύσεις δεν προκύπτουν από τις αποταμιεύσεις*, αλλά από το δανεισμό – με την έννοια ότι, οι τράπεζες δημιουργούν τα χρήματα από το πουθενά, με την παροχή δανείων, για να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις (ανάλυση). Οι επενδύσεις δε, πραγματοποιούνται όταν οι εταιρείες αναμένουν πωλήσεις και όχι όταν έχουν «αποταμιευτεί» αρκετά – ενώ για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους οι εταιρείες, ελέγχουν την παραγωγική τους απόδοση και επομένως τον αριθμό των εργαζομένων.
Εάν λοιπόν η ιδιωτική ζήτηση καταρρεύσει, υπάρχει μόνο ένας θεσμός που μπορεί να παρέμβει μόνιμα για να εξασφαλίσει την απασχόληση: το κράτος. Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει κρατικές δαπάνες που δεν χρηματοδοτούνται μέσω φόρων - δηλαδή ελλείμματα.
Η Γερμανία τώρα και οι άλλες χώρες με εξαγωγικό προσανατολισμό, βασίζονται σε ένα διαφορετικό είδος εξωτερικής ζήτησης - με μοιραίες παρενέργειες. Αναλυτικότερα, η στρατηγική με εξαγωγικό προσανατολισμό σημαίνει ότι, οι θέσεις εργασίας δημιουργούνται μεν εγχώρια, αλλά η ύπαρξή τους εξαρτάται από τη ζήτηση από το εξωτερικό – με τη βιομηχανία να επηρεάζεται περισσότερο, σε αντίθεση με πολλές υπηρεσίες, αφού ευρίσκεται σε άμεσο διεθνή ανταγωνισμό.
Το γεγονός αυτό οδηγεί σε πολιτικές εντάσεις - όπως έδειξαν η κρίση του ευρώ και τα πρόσφατα γεγονότα, γύρω από τους δασμούς των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ το ανέχτηκαν αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα – ενώ, σε αντάλλαγμα, δημιούργησαν κυρίως επισφαλείς θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών. Η δημιουργία βιομηχανικής αξίας, από την άλλη πλευρά, οπότε ασφαλών και καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας, ευρίσκεται τώρα στην Κίνα, την Ιαπωνία και τη Γερμανία - με όλες τις οικονομικές συνέπειες που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι σαφές: οι ελλειμματικές δαπάνες δεν αποτελούν εργαλείο κρίσης, αλλά διαρθρωτική αναγκαιότητα. Ταυτόχρονα, ο μακροπρόθεσμος στόχος θα πρέπει να είναι ένα ισορροπημένο εμπορικό ισοζύγιο - δηλαδή, η ικανότητα να ζητά κανείς και να καταναλώνει, όσα αγαθά παράγει. Ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως οι ΗΠΑ ζουν στον παράδεισο, επειδή καταναλώνουν περισσότερα από όσα παράγουν – ενώ χρειάζεται μόνο να «τυπώσουν» και να θέσουν σε κυκλοφορία δολάρια. Αυτό που μετράει στον καπιταλιστικό κόσμο όμως, είναι το άκρως οργανωμένο μέρος της οικονομίας: οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι.
Από αυτή την άποψη, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν οι διαρθρωτικοί ηττημένοι του παγκόσμιου εμπορικού πολέμου εδώ και δεκαετίες – αφού οι καλές θέσεις εργασίας ευρίσκονται ιδιαίτερα στον τομέα της μεταποίησης. Εν τούτοις, ακόμη και αν κάποιος αποδεχτεί το επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο τα εμπορικά ελλείμματα είναι ωφέλιμα επειδή επιτρέπουν τη φθηνή κατανάλωση χωρίς να χρειάζεται να χρησιμοποιηθούν πραγματικοί πόροι, παραμένει ένα διπλό λογικό πρόβλημα: το ότι ακόμη και από αυτήν την άποψη, υπάρχουν νικητές και ηττημένοι ενώ, όπου προκύπτουν διανεμητικές συγκρούσεις, ακολουθούν εντάσεις. Οι εμπορικοί πόλεμοι μπορεί να φαίνονται αφηρημένα συμμετρικοί από οικονομικής άποψης, αλλά πολιτικά δεν είναι ποτέ.
Η παραπάνω μεταφορά, δηλαδή οι 40 ώρες εργασίας και οι 35 ώρες ζήτησης, ανήκει στον πυρήνα της οικονομικής εκπαίδευσης και αποκαλύπτει αυτό που η νεοκλασική οικονομική επιστήμη συστηματικά αποσιωπεί: το ότι σε μια οικονομία της αγοράς, η προσφορά εργασίας υπερβαίνει τακτικά τη ζήτηση. Γίνεται σαφές δε ότι, η παραγωγή δεν συμβαίνει απλά και μόνο επειδή υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι - αλλά μόνο όταν υπάρχει ζήτηση.
Επιπλέον, δεν ζούμε πια στον κόσμο του Keynes στον οποίο, εκτός από περιόδους κρίσης, ο εταιρικός τομέας συχνά κάλυπτε το κενό δανειζόμενος - δημιουργώντας έτσι επαρκή αγοραστική δύναμη για να αντισταθμίσει τις ιδιωτικές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών. Σήμερα, τα επίμονα ελλείμματα του προϋπολογισμού δεν αποτελούν εξαίρεση, αλλά μια διαρθρωτική αναγκαιότητα – η οποία όμως μας οδηγεί σε ένα επόμενο αδιέξοδο, επειδή τα κράτη της Δύσης είναι υπερχρεωμένα, οπότε δεν μπορούν πια να παράγουν τα ελλείμματα που είναι αναγκαία για την ανάπτυξη τους.
Η ελληνική ιδιαιτερότητα
Ολοκληρώνοντας, η Ελλάδα δεν είναι μία βιομηχανική χώρα και δεν στηρίζεται στις εξαγωγές προϊόντων – αλλά στις υπηρεσίες που μάλιστα παρέχει με εξευτελιστικές τιμές. Στον τουρισμό δηλαδή που προσφέρει ακόμη πιο επισφαλείς θέσεις εργασίας από τις ΗΠΑ - καθώς επίσης πολύ πιο κακοπληρωμένες, με συνθήκες απελπιστικές (εκτός του ότι είναι προκυκλικός και εντάσεως κεφαλαίου, οπότε εξαιρετικά επικίνδυνος σε περιόδους παγκοσμίων κρίσεων).
Ο ρυθμός ανάπτυξης της δε θεωρείται θετικός, παρά το ότι θα έπρεπε να ήταν πολλαπλάσιος μετά την κατάρρευση του ΑΕΠ της από τα μνημόνια, απλά και μόνο συγκρινόμενος με το μέσο της ΕΕ – ο οποίος είναι χαμηλότερος, επειδή προσδιορίζεται κυρίως από τις βιομηχανικές χώρες που αντιμετωπίζουν τα παραπάνω και άλλα προβλήματα, όπως την ακριβή ενέργεια μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας.
Η ανάπτυξη της Ελλάδας πάντως στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην κατανάλωση, παραδόξως παρά το ότι οι Πολίτες της είναι φτωχοποιημένοι – έχοντας διαμορφωθεί στο +2,2% στο πρώτο τρίμηνο του 2025, με την κατανάλωση στο 1,6% και με τις επενδύσεις να έχουν μειωθεί παρά το Ταμείο Ανάπτυξης ή τα ΕΣΠΑ, καθώς επίσης με το εμπορικό ισοζύγιο (=εξαγωγές μείον εισαγωγές) ξανά αρνητικό (γράφημα).
Από την άλλη πλευρά, οι αποταμιεύσεις των Ελλήνων είναι σταθερά αρνητικές (γράφημα), μεταξύ -2% και -4%, έχοντας διαμορφωθεί στο -4,1% το τέταρτο τρίμηνο του 2024. Η όποια δε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, διοχετεύεται στην κατανάλωση – λόγω του ότι οι Πολίτες της είναι εξαθλιωμένοι.
Οι αποταμιεύσεις των Ελλήνων τους κατατάσσουν πια στην τελευταία θέση της ΕΕ, από την προτελευταία το 2023 (γράφημα) - σημειώνοντας ότι, σύμφωνα με την ΤτΕ, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025, τα ελληνικά νοικοκυριά απέσυραν από τις αποταμιεύσεις τους ποσόν που αγγίζει το 1,556 δις €, τεκμηριώνοντας πως η κατάσταση τους είναι ασφυκτική.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δε στις Εαρινές της Προβλέψεις, τονίζει πως τα πράγματα δεν θα βελτιωθούν – με την Ελλάδα να είναι η μοναδική χώρα στην Ε.Ε. με αρνητική αποταμίευση -2,5% για το 2025 και -1,8% για το 2026. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, τα ελληνικά νοικοκυριά συνεχίζουν να καταναλώνουν περισσότερα από όσα εισπράττουν – κάτι που αποτελεί μία επικίνδυνη οικονομική ανισορροπία, πόσο μάλλον όταν καταναλώνουν εισαγόμενα προϊόντα σε μεγάλο βαθμό, αυξάνοντας το ήδη τεράστιο εμπορικό έλλειμμα.
Το μόνο σίγουρο πάντως, σε σχέση με την κατάσταση των άλλων ευρωπαϊκών χωρών είναι το ότι, δεν υπάρχει κενό ζήτησης στην Ελλάδα – αφού οι Έλληνες δεν εισπράττουν μισθό για 40 ώρες και αποταμιεύουν τις πέντε, δαπανώντας τις 35 αλλά, αντίθετα, εισπράττουν μισθό για 40 ώρες και δαπανούν για 45, δημιουργώντας χρέη ή ξοδεύοντας τις αποταμιεύσεις τους.
Παρεμπιπτόντως εδώ, μία μορφή αποταμίευσης είναι η ακίνητη περιουσία – την οποία ξεπουλούν οι Έλληνες, είτε φοβούμενοι πως θα τη χάσουν, είτε για να καλύψουν τις ανάγκες τους, είτε για άλλους λόγους.
Σε κάθε περίπτωση, το κράτος δεν χρειάζεται να καλύψει το κενό ζήτησης παράγοντας ελλείμματα, για να συντηρήσει το ρυθμό ανάπτυξης, όπως στις άλλες χώρες, αφού δεν υπάρχει – κάτι που βέβαια έχει ημερομηνία λήξης, όταν θα τελειώσουν τα χρήματα των νοικοκυριών.
Εν τούτοις, η αρνητική αποταμίευση των νοικοκυριών στερεί πόρους για την εγχώρια χρηματοδότηση των επενδύσεων που δεν διακινδυνεύουν οι τράπεζες χωρίς αυτές - με αποτέλεσμα η οικονομία να προσφεύγει εν μέρει στον εξωτερικό δανεισμό, όπου ήδη η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας ήταν στα -312,6 δις € το 4ο τρίμηνο του 2024 (πηγή).
Όσον αφορά τους επενδυτές, εκτός των άλλων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας (γραφειοκρατία, αργή απονομή δικαιοσύνης, διαφθορά κλπ.), γνωρίζουν πως η σημερινή ζήτηση είναι πλασματική, αρρωστημένη, με ημερομηνία λήξης – οπότε λογικά δεν επενδύουν δικά τους χρήματα σε παραγωγικούς τομείς, αλλά μόνο αυτά με τα οποία τους επιδοτεί η κυβέρνηση ή σε κλάδους που τους εξασφαλίζεται η κερδοφορία από το κράτος, όπως στα πράσινα έργα.
Εάν λοιπόν κανείς πιστεύει ότι, η ελληνική οικονομία είναι υγιής επειδή απλά αναπτύσσεται, απλά δεν καταλαβαίνει ότι, τροφοδοτείται μία βραδυφλεγής βόμβα μεγατόνων – κατά πολύ ισχυρότερη από αυτήν του 2010.
*Σημείωση: Στην ουσία οι τράπεζες χρησιμοποιούν τις καταθέσεις ως εγγύηση της ενδεχόμενης διάσωσης τους, όταν χρηματοδοτήσουν λάθος επενδύσεις, σκόπιμα (=για να κερδοσκοπήσουν τα στελέχη τους) ή μη.
Υπάρχει δε μεγάλη διαφορά μεταξύ καταθέσεων και αποταμιεύσεων, αφού όταν κανείς πουλήσει το σπίτι του ή πάρει δάνειο και τοποθετήσει τα χρήματα στην τράπεζα, αυξάνονται οι καταθέσεις, αλλά όχι οι αποταμιεύσεις – οι οποίες αποτελούν τη διαφορά μεταξύ αυτών που εισπράττει κανείς από την εργασία του και εκείνων που δαπανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.