Music Of The Day

Εκτακτες ειδήσεις

Αποταμίευση και επένδυση από μακροοικονομικής πλευράς


Ο τύπος Α=Ε, ότι οι Αποταμιεύσεις δηλαδή είναι ίδιες με τις Επενδύσεις, δεν σημαίνει πως χρειάζονται αποταμιεύσεις για να γίνουν επενδύσεις, ούτε επενδύσεις για να γίνουν αποταμιεύσεις, αλλά το αυτονόητο: ότι οι Αποταμιεύσεις είναι ίσες με τις Επενδύσεις. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατη η βιώσιμη ανάπτυξη, η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας και η αύξηση των μισθών, δεν εξαρτώνται σε καμία περίπτωση από τις αποταμιεύσεις – ενώ είτε αποταμιεύουν τα νοικοκυριά είτε όχι, οι επιχειρήσεις δεν πρόκειται να επενδύσουν όσο η ζήτηση είναι χαμηλή, ενώ δεν υπάρχουν προοπτικές για το μέλλον. Όταν λοιπόν αυξάνονται στη χώρα μας οι φόροι και μειώνονται τα εισοδήματα, δεν πρόκειται να επενδύσουν ούτε οι Έλληνες, ούτε οι ξένοι, όπως άλλωστε φάνηκε από τις αρνητικές επενδύσεις του πρώτου τριμήνου – με εξαίρεση τον τουρισμό και τις εξαγωγές εκείνων των προϊόντων που είναι ανταγωνιστικά διεθνώς, καθώς επίσης τις κερδοσκοπικές τοποθετήσεις, όπως η εξαγορά των κρατικών επιχειρήσεων σε εξευτελιστικές τιμές, των σπιτιών των Ελλήνων σε τιμές εκποίησης κοκ., με τελικό αποτέλεσμα την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Ελλάδας.

Αποταμίευση και επένδυση από μακροοικονομικής πλευράς

Ανάλυση

Η μακροοικονομία δεν έχει καμία σχέση με τη μικροοικονομία – ενώ όταν προσπαθεί να δώσει κανείς μακροοικονομικές κατευθύνσεις χρησιμοποιώντας μικροοικονομική λογική, κάνει τεράστιο λάθος. Για παράδειγμα, διαβάσαμε σε (δυστυχώς οικονομικό) ΜΜΕ ότι, για να καταπολεμηθεί το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της χώρας μας, θα πρέπει να αυξηθούν οι αποταμιεύσεις για να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις – πως ο λόγος των ελλειμμάτων είναι η ανεπάρκεια της εθνικής αποταμίευσης! Εν προκειμένω τα εξής:

(α) Είναι λογικό το παραπάνω για ένα νοικοκυριό (=μικροοικονομία) – αφού όταν αποταμιεύει, μπορεί να δημιουργήσει εκείνο το κεφάλαιο που χρειάζεται για να επενδύσει. Εάν όμως όλα τα νοικοκυριά σε μία χώρα (=μακροοικονομία) αποταμιεύουν, τότε μειώνονται η κατανάλωση και το ΑΕΠ – οπότε κανένας επιχειρηματίας δεν επενδύει, αφού δεν προσβλέπει σε μεγαλύτερο τζίρο (εκτός εάν ο στόχος του είναι οι εξαγωγές, δηλαδή η ζήτηση/κατανάλωση άλλων χωρών – κάτι που όμως έχει άλλες προϋποθέσεις).

Στην ουσία εδώ, η αποταμίευση λειτουργεί όπως η εσωτερική υποτίμηση (ανάλυση) – με την έννοια ότι, εάν έχει κανείς 100 € μισθό και δαπανάει τα 80 €, δεν διαφέρει μακροοικονομικά από το να έχει μισθό 80 €. Φυσικά μειώνεται έτσι το εμπορικό έλλειμμα που αποτελεί «συνιστώσα» του τρεχουσών συναλλαγών, όπως ακριβώς συνέβη με την εσωτερική υποτίμηση – αλλά οι παρενέργειες του είναι σχεδόν το ίδιο καταστροφικές.

(β) Θα μπορούσε βέβαια να μας αντικρούσει κανείς ισχυριζόμενος ότι, οι τράπεζες χρησιμοποιούν τις αποταμιεύσεις για να δανείζουν τους επενδυτές – κάτι που προφανώς δεν ισχύει, αφού οι τράπεζες δημιουργούν χρήματα από το πουθενά με την παροχή δανείων (ανάλυση, οι καταθέσεις εξυπηρετούν μόνο τους μεταξύ τους διακανονισμούς).

(γ) Είναι οξύμωρο να αναφέρεται κανείς σε αύξηση των αποταμιεύσεων, σε μία χώρα που είναι αρνητικές (γράφημα) – λόγω του ότι τα εισοδήματα των νοικοκυρών δεν φτάνουν για να καλύψουν τις ανάγκες τους, εξαιτίας της ληστείας τους από το κράτος (υπερφορολόγηση) και τα καρτέλ (αισχροκέρδεια), με αποτέλεσμα οι πραγματικοί μισθοί/συντάξεις να μειώνονται συνεχώς.


Είναι όμως επίσης οξύμωρος ο ισχυρισμός όπως στο άρθρο που αναφέραμε ότι, λύθηκε το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας – οπότε ο επόμενος στόχος πρέπει είναι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το δημοσιονομικό πρόβλημα ασφαλώς δεν λύθηκε, αφού τα όποια πλεονάσματα του προϋπολογισμού προέρχονται από την υπερφορολόγηση, καθώς επίσης από το Ταμείο Ανάκαμψης – τα οποία έχουν ημερομηνία λήξης, αφενός μεν επειδή η φοροδοτική ικανότητα των Πολιτών εξαντλείται, αφετέρου λόγω του ότι τα χρήματα του ευρωπαϊκού ταμείου θα τελειώσουν το 2027.


Εξέλιξη εξωτερικού χρέους της Ελλάδας

Σε κάθε περίπτωση, δεν λύνεται ποτέ το δημοσιονομικό πρόβλημα, όταν είναι εξαιρετικά ελλειμματικό το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – αφού για την κάλυψη του η χώρα δανείζεται από το εξωτερικό (μείον τις άμεσες ξένες επενδύσεις) και αυξάνεται το χρέος της (γράφημα), ενώ τα κράτη δεν χρεοκοπούν τόσο από το δημόσιο, όσο από το εξωτερικό χρέος.

(δ) Ο λόγος των συνεχών ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι απλούστατα το ότι, δεν παράγουμε επαρκώς (ανάλυση) – ενώ κανένας δεν επενδύει στην παραγωγή με το σημερινό φορολογικό καθεστώς, με εξαθλιωμένους Πολίτες, με την πολιτική διαφθορά που επικρατεί, με τη γραφειοκρατία, με την απαράδεκτη απονομή δικαίου κοκ.

Ειδικά τώρα όσον αφορά το θέμα των αποταμιεύσεων και επενδύσεων, παραθέτουμε μία επικαιροποιημένη ανάλυση μας από το παρελθόν:

Αποταμίευση και επένδυση

Όπως είναι γνωστό, τα εισοδήματα των νοικοκυριών οδηγούνται είτε στην κατανάλωση, είτε στην πληρωμή φόρων, είτε στις αποταμιεύσεις – με την ευρύτερη έννοια τους (=καταθέσεις, αγορά σπιτιού, μετοχές κλπ.). Όταν λοιπόν σε μία χώρα όπως η Ελλάδα τα εισοδήματα συρρικνώνονται, ενώ αυξάνονται οι φόροι, τότε αφενός μεν μειώνεται η κατανάλωση και άρα το ΑΕΠ, αφετέρου οι αποταμιεύσεις – γεγονός που σημαίνει ότι, εάν ισχύει η διάσημη εξίσωση Α=Ε (οι αποταμιεύσεις είναι ίσες με τις επενδύσεις), είναι αδύνατη η ανάπτυξη αφού μειώνονται οι αποταμιεύσεις. Ισχύει όμως;

Αποταμιεύσεις = Επενδύσεις (Α=Ε  ή  Α-Ε=0)

Προσπαθώντας να απαντήσουν στην ερώτηση, η οποία είναι εξαιρετικά σημαντική για την Ελλάδα σήμερα, οι οπαδοί της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας πιστεύουν ότι, μία χώρα πρέπει πρώτα να αποταμιεύσει για να διενεργήσει επενδύσεις στο ίδιο ποσόν – ενώ ορισμένοι ακόλουθοι του Keynes ισχυρίζονται το ακριβώς αντίθετο: πως προηγούνται οι επενδύσεις (Ε) δηλαδή, οι οποίες οδηγούν στην αντίστοιχη αύξηση των αποταμιεύσεων (Α). Οι δύο διαφορετικές αυτές απόψεις δεν είναι ασφαλώς ασήμαντες αφού, ανάλογα με το πώς ερμηνεύει κανείς την εξίσωση Α=Ε, διατυπώνει άλλες προτάσεις που αφορούν τη σωστή οικονομική πολιτική μίας χώρας.

Στα πλαίσια αυτά, η αντιμετώπιση της κρίσης υπερχρέωσης μας και η πολιτική λιτότητας που μας επιβλήθηκε, στηρίχθηκε ξεκάθαρα στη νεοκλασική θεωρία – σύμφωνα με την οποία πρέπει πρώτα να αυξηθούν οι αποταμιεύσεις και μετά να διενεργηθούν επενδύσεις, για να ενισχυθεί η οικονομία και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Εάν είχε επιλεχθεί η άποψη ορισμένων οπαδών του Keynes, τότε θα έπρεπε να δρομολογηθεί το ακριβώς αντίθετο: η αύξηση των επενδυτικών δαπανών, οπότε οι αποταμιεύσεις θα προέκυπταν αυτόματα. Πώς όμως θα αυξάνονταν οι επενδυτικές δαπάνες, εν πρώτοις του δημοσίου για να ακολουθήσει ο ιδιωτικός τομέας, εκ μέρους υπερχρεωμένων κρατών όπως η Ελλάδα, ελλείψει χρημάτων;

Ανεξάρτητα από το ερώτημα αυτό, τόσο στη μία θεωρία, όσο και στην άλλη υπάρχει ένα θεμελιώδες σφάλμα: μία «λογιστική ταυτότητα» ερμηνεύεται ως μία αιτιώδης σχέση μεταξύ δύο (δήθεν) διαφορετικών μεγεθών. Για να γίνει κατανοητή η έκφραση μας, θα πρέπει να ανατρέξουμε στη Λογιστική – ξεκινώντας από το τι ακριβώς εννοεί κανείς με τη λέξη «αποταμιεύσεις» (με το «Α» στην εξίσωση).

Εν πρώτοις όμως πρέπει να καταλάβουμε ακριβώς από τι αποτελούνται τα περιουσιακά στοιχεία μίας ορισμένης «οικονομικής μονάδας» – ενός νοικοκυριού, μίας επιχείρησης ή ενός κράτους. Η αιτία είναι το ότι, η «αποταμίευση» δεν είναι τίποτα άλλο, από τη διαφορά αυτών των περιουσιακών στοιχείων εντός ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος – ενώ τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία μπορούν να παρουσιαστούν με τη μορφή ενός Ισολογισμού (γράφημα).

Ειδικότερα, στην αριστερή πλευρά του Τ του Ισολογισμού, στο ενεργητικό του δηλαδή, τοποθετούνται τα πάγια περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, οικόπεδα, μηχανήματα κλπ.), καθώς επίσης τα χρηματικά – όπου ως τέτοια είναι όλες οι απαιτήσεις απέναντι σε άλλες οικονομικές μονάδες. Για παράδειγμα, τα μετρητά (κέρματα, χαρτονομίσματα) είναι απαίτηση απέναντι στην κεντρική τράπεζα, οι καταθέσεις απέναντι στις εμπορικές, οι μετοχές στις επιχειρήσεις κοκ.

Στη δεξιά πλευρά του Τ του Ισολογισμού, στο παθητικό, τοποθετούνται τα χρέη – όλες οι υποχρεώσεις δηλαδή απέναντι σε άλλες οικονομικές μονάδες. Η διαφορά τώρα του Ενεργητικού από το Παθητικό, της αριστερής στήλης από τη δεξιά, είναι τα καθαρά εκάστοτε περιουσιακά στοιχεία – όπου είτε είναι θετικά, εάν το ενεργητικό είναι μεγαλύτερο από το παθητικό, είτε αρνητικά στην αντίθετη περίπτωση.

Με κριτήριο την παραπάνω λογιστική απεικόνιση, οι αποταμιεύσεις ορίζονται ως η διαφορά των καθαρών περιουσιακών στοιχείων (καθαρά = αφαιρουμένων των χρεών) εντός ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος – με απλά λόγια, εάν η καθαρή μας θέση (=ενεργητικό μείον παθητικό) στα τέλη του 2016 ήταν 100.000 €, ενώ στα τέλη του 2017 υποθετικά 110.000 €, τότε οι αποταμιεύσεις μας αυξήθηκαν κατά 10.000 € εντός ενός έτους.

Πρόκειται ουσιαστικά για την αλλαγή των παγίων περιουσιακών στοιχείων μίας μονάδας, καθώς επίσης των χρηματικών περιουσιακών στοιχείων – όπου η αλλαγή ή διαφορά των παγίων περιουσιακών στοιχείων (ΔΠΠΣ) μπορεί να θεωρηθεί ως επένδυση. Επομένως η εξίσωση Α=Ε μπορεί να διαμορφωθεί ως εξής:

Α = ΔΠΠΣ + Ε

Περαιτέρω, οι επενδύσεις (Ε) είναι εξ’ ορισμού ένας από τους δύο διαφορετικούς τρόπους αποταμίευσης – με την έννοια πως όταν κάποιος δημιουργεί πάγια περιουσιακά στοιχεία, στην ουσία αποταμιεύει. Όταν λοιπόν λέγεται ότι, οι αποταμιεύσεις οδηγούν σε επενδύσεις, όπως η νεοκλασική θεωρία, τότε ουσιαστικά δεν λέγεται τίποτα άλλο από το ότι, οι αποταμιεύσεις οδηγούν σε αποταμιεύσεις! Με την ίδια λογική, όποιος λέει πως οι επενδύσεις οδηγούν σε αποταμιεύσεις, όπως ορισμένοι οπαδοί του Keynes, τότε δεν λέει τίποτα άλλο από το ότι μία επένδυση είναι μία επένδυση!

Εν τούτοις, στον Ισολογισμό που αναφέραμε, εκτός από τις αποταμιεύσεις με τη μορφή της δημιουργίας παγίων περιουσιακών στοιχείων (ΔΠΠΣ), υπάρχουν και οι αποταμιεύσεις με τη δημιουργία χρηματικών περιουσιακών στοιχείων (ΔΧΠΣ) – δηλαδή αυτές σε μετρητά χρήματα. Η διαφορά λοιπόν αυτού του τύπου με το φημισμένο Α=Ε είναι το ότι, ο τελευταίος αφορά μία ολόκληρη οικονομία (=μακροοικονομία) και όχι μόνο μία κάποια οικονομική μονάδα (=μικροοικονομία) όπως ένα τυχαίο νοικοκυριό, μία επιχείρηση, το κράτος κλπ.

Η μεγάλη εικόνα

Ειδικότερα, εάν εξετάζει κανείς μία ολόκληρη οικονομία, τότε εξαφανίζεται η δημιουργία καθαρών χρηματικών περιουσιακών στοιχείων – επειδή οι συναλλαγές, οι οποίες αλλάζουν τα καθαρά χρηματικά περιουσιακά στοιχεία, χαρακτηρίζονται ως δαπάνες και έσοδα. Τέτοιες είναι οι μισθοί, οι τόκοι και τα μερίσματα, οι φόροι, οι αγορές και οι πωλήσεις προϊόντων κοκ.

Όποιος λοιπόν έχει πλεόνασμα εσόδων, εισπράττει δηλαδή περισσότερα από όσα ξοδεύει, αυξάνει τα καθαρά χρηματικά του περιουσιακά στοιχεία και επομένως αποταμιεύει. Αντίθετα, όποιος έχει έλλειμμα εσόδων, ξοδεύει δηλαδή περισσότερα από όσα εισπράττει, μειώνει τα καθαρά χρηματικά περιουσιακά του στοιχεία – οπότε η αποταμίευση του είναι αρνητική.

Περαιτέρω, τα έσοδα του ενός είναι πάντοτε οι δαπάνες του άλλου – για παράδειγμα, οι μισθοί των εργαζομένων είναι δαπάνες των επιχειρήσεων, οι αγορές των πελατών είναι οι πωλήσεις των εμπόρων ή των παραγωγών και τα έσοδα από τόκους των δανειστών είναι οι δαπάνες των οφειλετών. Αυτό σημαίνει με τη σειρά του πως όταν κάποιος έχει ένα πλεόνασμα εσόδων, τότε όλοι οι άλλοι θα πρέπει να έχουν ένα έλλειμμα δαπανών στο ίδιο ύψος. Ως εκ τούτου, μπορεί τότε μόνο κάποιος να αποταμιεύει, να αυξάνει δηλαδή τα καθαρά χρηματικά του περιουσιακά στοιχεία, όταν όλοι οι άλλοι τα μειώνουν στο ίδιο ποσόν.


Για παράδειγμα σε επίπεδο κρατών, η Γερμανία ως μία οικονομική μονάδα έχει ένα τεράστιο ετήσιο πλεόνασμα εσόδων (γράφημα), όπως άλλωστε η Ολλανδία, η Ελβετία, η Δανία κοκ., όλες εκείνες οι χώρες δηλαδή με ισχυρό νόμισμα – το οποίο ονομάζεται πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Επομένως, οι υπόλοιποι εμπορικοί της εταίροι έχουν υποχρεωτικά έναν αντίστοιχο έλλειμμα εσόδων ή πλεόνασμα δαπανών (ανάλυση) – άρα έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους. Αυτό σημαίνει ότι, όσο καλύτερα πηγαίνει η Γερμανία και οι υπόλοιπες πλεονασματικές χώρες, τόσο χειρότερα οι ελλειμματικές χώρες – οπότε είναι δύσκολο να χαίρεται κανείς με την πρόοδο τους.

Συνεχίζοντας, εάν προσθέσει κανείς τα πλεονάσματα όλων των χωρών (Π) με τα ελλείμματα των υπολοίπων (Ε), το σύνολο θα είναι πάντοτε μηδέν (Π+Ε=0). Εκτός αυτού, ο πλανήτης ως σύνολο ή η εκάστοτε επί μέρους χώρα ως προς τον εαυτό της, δεν μπορεί ποτέ να αποταμιεύσει με τη μορφή των χρηματικών περιουσιακών στοιχείων – αλλά μόνο με τη μορφή των παγίων περιουσιακών στοιχείων που σημαίνει ότι, η εξίσωση Α=Ε  είναι μεν σωστή, αλλά από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία.

Για να διευκρινισθεί τώρα ακόμη καλύτερα τι σημαίνει η εξίσωση Α=Ε είναι σωστό να αναφέρει κανείς τι δεν σημαίνει. Ειδικότερα, δεν σημαίνει πως οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών επενδύονται από τις επιχειρήσεις, όπως συχνά αναφέρουν οι οπαδοί της νεοκλασικής θεωρίας. Δεν σημαίνει ούτε το αντίθετο – το ότι δηλαδή όσα επενδύουν οι επιχειρήσεις οδηγούν με κάποιο τρόπο στην αύξηση των αποταμιεύσεων, κατά τις απόψεις ορισμένων που ακολουθούν τον Keynes.

Για παράδειγμα, εάν μία οικονομία αποτελούταν από μόνο δύο οικονομικούς συντελεστές, από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, οι δαπάνες των νοικοκυριών θα ήταν απαραίτητες για τα έσοδα των επιχειρήσεων – και το αντίθετο.

Υποθετικά τώρα, τον πρώτο μήνα αποφασίζουν οι επιχειρήσεις να επενδύσουν σε νέα μηχανήματα – ενώ διαθέτουν αρκετά χρήματα για να προσλάβουν νέους εργαζόμενους, οι οποίοι θα χειριστούν αυτά τα μηχανήματα για να παράγουν καταναλωτικά αγαθά.

Αφού λοιπόν οι μηχανές λειτουργήσουν και παραχθούν τα προϊόντα, οι επιχειρήσεις πληρώνουν τους εργαζομένους τους (οι δαπάνες των επιχειρήσεων είναι τα έσοδα των νοικοκυριών). Αμέσως μετά, τα νοικοκυριά μπορούν να σκεφθούν τι θα κάνουν με το μισθό τους έως τα τέλη του μήνα, όπου μπορούν να συμβούν τα εξής:

(α) Δαπανούν λιγότερα από όσα εισπράττουν, οπότε οι επιχειρήσεις εισπράττουν λιγότερα από όσα έχουν δαπανήσει – γεγονός που σημαίνει ότι, οι τζίροι των επιχειρήσεων είναι χαμηλότεροι από τους μισθούς που έχουν πληρώσει. Στην περίπτωση αυτή, οι καθαρές χρηματικές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών είναι θετικές – των επιχειρήσεων όμως κατά το ίδιο ποσόν αρνητικές.

(β)  Δαπανούν το ίδιο ακριβώς ποσόν που έχουν εισπράξει, τους μισθούς τους δηλαδή – οπότε οι τζίροι των επιχειρήσεων είναι ίσοι με τους μισθούς που έχουν πληρώσει. Εν προκειμένω, οι καθαρές χρηματικές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων δεν αλλάζουν καθόλου.

(γ)  Δαπανούν περισσότερα από όσα έχουν εισπράξει – με αποτέλεσμα να μειώνονται οι καθαρές χρηματικές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και να αυξάνονται αντίστοιχα των επιχειρήσεων.

Πόση είναι τώρα κάθε φορά και στις τρεις παραπάνω περιπτώσεις η συνολική αποταμίευση της οικονομίας στο συγκεκριμένο μήνα;

Η απάντηση είναι εύκολη: κάθε φορά είναι τόσο υψηλή, όσο οι καθαρές επενδύσεις των επιχειρήσεων. Είτε τα νοικοκυριά αυξήσουν, διατηρήσουν σταθερό ή μειώσουν τα καθαρά χρηματικά τους περιουσιακά στοιχεία, πάντοτε οι αλλαγές στις επιχειρήσεις, όσον αφορά τα δικά τους καθαρά χρηματικά περιουσιακά στοιχεία, είναι αντίστοιχες – απλά με το αντίθετο πρόσημο.

Συνολικά στην οικονομία λοιπόν, όλες οι αλλαγές των καθαρών χρηματικών περιουσιακών στοιχείων, έχουν μηδενικό αποτέλεσμα προστιθέμενες μεταξύ τους – ενώ παραμένουν οι μηχανές (επομένως Α=Ε).

Ως εκ τούτου, οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών δεν οδηγούν σε υψηλότερες επενδύσεις τις επιχειρήσεις, όπως ισχυρίζονται οι νεοκλασικοί – αφού οι επενδύσεις αποφασίζονται μόνο από τις επιχειρήσεις. Οι επενδύσεις των επιχειρήσεων δεν οδηγούν ούτε στην αύξηση των αποταμιεύσεων, όπως πιστεύουν ορισμένοι οπαδοί του Keynes – ενώ δεν υπάρχει καμία υποχρεωτική λογιστική σύνδεση μεταξύ του ύψους των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.

Επομένως είναι αδιάφορο το ποιος επενδύει, αφού εάν το έκαναν τα νοικοκυριά, χτίζοντας για παράδειγμα σπίτια που ανήκουν στα πάγια περιουσιακά στοιχεία, τότε θα αυξανόταν οι επενδύσεις, το Ε, οπότε αντίστοιχα οι αποταμιεύσεις, το Α – ανεξάρτητα από τις αλλαγές των καθαρών χρηματικών περιουσιακών στοιχείων κατά την ίδια χρονική περίοδο.

Επίλογος

Συμπερασματικά, ο τύπος Α=Ε, ότι οι Αποταμιεύσεις δηλαδή είναι ίδιες με τις Επενδύσεις, δεν σημαίνει πως χρειάζονται αποταμιεύσεις για να γίνουν επενδύσεις, ούτε επενδύσεις για να γίνουν αποταμιεύσεις, αλλά το αυτονόητο: ότι οι Αποταμιεύσεις είναι ίσες με τις Επενδύσεις.

Με βάση τα παραπάνω, οι επενδύσεις στην Ελλάδα, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατη η βιώσιμη ανάπτυξη, η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας και η αύξηση των μισθών, δεν εξαρτώνται σε καμία περίπτωση από τις αποταμιεύσεις – ενώ είτε αποταμιεύουν τα νοικοκυριά είτε όχι, οι επιχειρήσεις δεν πρόκειται να επενδύσουν όσο η ζήτηση είναι χαμηλή, ενώ δεν υπάρχουν προοπτικές για το μέλλον.

Όταν λοιπόν αυξάνονται στη χώρα μας οι φόροι και μειώνονται τα εισοδήματα, δεν πρόκειται να επενδύσουν ούτε οι Έλληνες, ούτε οι ξένοι, όπως άλλωστε φάνηκε από τις αρνητικές επενδύσεις του πρώτου τριμήνου – με εξαίρεση τον τουρισμό και τις εξαγωγές εκείνων των προϊόντων που είναι ανταγωνιστικά διεθνώς, καθώς επίσης τις κερδοσκοπικές τοποθετήσεις, όπως η εξαγορά των κρατικών επιχειρήσεων σε εξευτελιστικές τιμές, των σπιτιών των Ελλήνων σε τιμές εκποίησης κοκ., με τελικό αποτέλεσμα την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Ελλάδας.

Σημείωση: Η μείωση της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα από το 87% στο 61% συνιστά επίσης μείωση της αποταμίευσης – ενώ η αποταμίευση είναι αυτό που παραμένει μετά την αφαίρεση των εξόδων από τα εισοδήματα και δεν έχει καμία σχέση με τις καταθέσεις. Κατάθεση δεν είναι μόνο η τραπεζική αποταμίευση αλλά, επιπλέον, η πώληση πχ του σπιτιού μας με την κατάθεση των χρημάτων στην τράπεζα, η παροχή δανείων από τις τράπεζες που κατατίθενται στο λογαριασμό όψεως των πελατών τους (ένας από τους λόγους που στην Ελλάδα αυξάνονται οι καταθέσεις όψεως αντί ταμιευτηρίου, αφού οι τράπεζες παρέχουν πια περισσότερα δάνεια) κοκ.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

 https://analyst.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.