Music Of The Day

Εκτακτες ειδήσεις

Πυρηνική παγίδα

 Πυρηνική παγίδα – Γιατί τα νέα όπλα της Κίνας είναι άχρηστα σε πραγματική μάχη

Πίσω από τον εντυπωσιακό αριθμό κεφαλών και πυραύλων, κρύβεται ένα κρίσιμο ζήτημα: σε έναν σύγχρονο πόλεμο, η στρατιωτική αξία αυτών των όπλων είναι πολύ περιορισμένη 
 

Πυρηνική παγίδα – Γιατί τα νέα όπλα της Κίνας είναι άχρηστα σε πραγματική μάχη

Η Κίνα επιταχύνει την κατασκευή και αναβάθμιση του πυρηνικού της οπλοστασίου, εντείνοντας τις ανησυχίες των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.
Ωστόσο, πίσω από τον εντυπωσιακό αριθμό κεφαλών και πυραύλων, κρύβεται ένα κρίσιμο ζήτημα: σε έναν σύγχρονο πόλεμο, η στρατιωτική αξία αυτών των όπλων είναι πολύ περιορισμένη.
Η τεχνολογική πρόοδος, η διάσπαρτη ανάπτυξη στρατευμάτων και οι στρατηγικές αποτροπής καθιστούν τη χρήση τους σχεδόν ανέφικτη, αφήνοντας τα πυρηνικά της Κίνας περισσότερο ως μέσο διπλωματικής πίεσης παρά ως εργαλείο νίκης.
Πιο συγκεκριμένα, ο Vladimir Putin βρίσκεται στην Κίνα, όπου συναντάται με τον Xi Jinping.
Δυτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι δύο ηγέτες επιχειρούν να σχεδιάσουν αλλαγές στην παγκόσμια τάξη, οι οποίες θα υπονομεύσουν την ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους.
Παράλληλα, πληθαίνουν οι αναφορές ότι το Πεκίνο προχωρά σε μια μεγάλης κλίμακας ενίσχυση του πυρηνικού του οπλοστασίου, γεγονός που ανησυχεί το Πεντάγωνο, το οποίο φοβάται ότι η Κίνα δεν θα διστάσει να τα χρησιμοποιήσει πρώτη σε περίπτωση πολέμου.
Ωστόσο, ποια είναι η πραγματική αξία των πυρηνικών όπλων στον 21ο αιώνα;
Γιατί είναι σχεδόν αδύνατη η χρήση τους σε μια σύγχρονη σύρραξη;
Η επίσημη κινεζική πολιτική παραμένει σταθερή: η χώρα δεσμεύεται ότι δεν θα χρησιμοποιήσει πρώτη πυρηνικά όπλα, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Ο Xi Jinping, μάλιστα, έχει υιοθετήσει τη στάση ενός ουμανιστή ηγέτη: «Τα πυρηνικά όπλα, η δαμόκλειος σπάθη που κρέμεται πάνω από την ανθρωπότητα, πρέπει να απαγορευθούν και τελικά να καταστραφούν ώστε ο κόσμος να απελευθερωθεί από αυτά».
Η Κίνα πραγματοποίησε την πρώτη δοκιμή ατομικής βόμβας το 1964, ωστόσο το πυρηνικό της οπλοστάσιο δεν ήταν ποτέ συγκρίσιμο με εκείνο των ΗΠΑ ή της Σοβιετικής Ένωσης, παραμένοντας πιο κοντά σε μέγεθος στο γαλλικό ή το ισραηλινό.
Εκατό ή διακόσιες κεφαλές, ικανές να πλήξουν εχθρικό έδαφος, δεν αποτελούν μέσο για τη νίκη σε έναν πυρηνικό πόλεμο, αλλά εργαλείο αποτροπής και ενίσχυσης του διπλωματικού κύρους.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, έως το 2030 η Κίνα θα διαθέτει περίπου 1.000 πυρηνικές κεφαλές.
Για λόγους σύγκρισης, η Ρωσία θεωρείται ότι έχει γύρω στις 5.000, ενώ οι ΗΠΑ περίπου 3.500.
Το Πεντάγωνο, ωστόσο, δεν δείχνει να εμπιστεύεται το δόγμα του Πεκίνου. Υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ εκτιμούν ότι η Κίνα θα μπορούσε να απαντήσει με πυρηνικά σε συμβατικές επιθέσεις που απειλούν τις στρατηγικές της δυνάμεις, τα κέντρα διοίκησης και ελέγχου ή ακόμη και σε πλήγματα με ανάλογη επίδραση ενός πυρηνικού χτυπήματος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα θα ήταν η καταστροφή ενός τεράστιου φράγματος, όπως το «Three Gorges Dam» στον Γιανγκτσέ, που θα μπορούσε να προκαλέσει καταστροφές αντίστοιχες με εκείνες ενός πυρηνικού πλήγματος.
Παράλληλα, εκφράζονται ανησυχίες ότι σε περίπτωση ήττας στην Ταϊβάν, η οποία θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα του καθεστώτος, το Πεκίνο ίσως εξετάσει το ενδεχόμενο πρώτης χρήσης πυρηνικών.
Ωστόσο, παραμένει ασαφές πώς μια τόσο ριψοκίνδυνη κλιμάκωση θα μπορούσε να σταθεροποιήσει το καθεστώς.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα ότι η Κίνα θα παραμείνει πιστή στο δόγμα της.
Όχι για ηθικούς λόγους, αλλά επειδή τα πυρηνικά όπλα έχουν αμφισβητήσιμη στρατιωτική αποτελεσματικότητα και ανυπολόγιστες συνέπειες.

Ο στρατός δεν φοβάται τη βόμβα

Σε μια πλήρη σύρραξη μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, Ρωσίας και ΝΑΤΟ ή άλλων πυρηνικών δυνάμεων, η πρώτη πυρηνική έκρηξη θα άλλαζε άρδην τους κανόνες του παιχνιδιού.
Είναι αδιανόητο μια χώρα με πυρηνικό οπλοστάσιο να μην απαντήσει με τον ίδιο τρόπο.
Έτσι, οποιοσδήποτε εξετάζει την πρώτη χρήση πρέπει να υπολογίζει τη βέβαιη αντεπίθεση.
Πυρηνικά όπλα μπορεί να είναι αποτελεσματικά μόνο σε μια αιφνιδιαστική, μονόπλευρη επίθεση.
Σε οποιοδήποτε άλλο σενάριο, τα όποια πλεονεκτήματα εξαφανίζονται.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι σοβιετικές δυνάμεις μπορούσαν να συγκεντρώσουν εκατοντάδες πυροβόλα και άρματα σε στενό μέτωπο, δημιουργώντας ιδανικούς στόχους για μια πυρηνική επίθεση.
Σήμερα, όμως, η εικόνα είναι διαφορετική.
Η εμπειρία από τον πόλεμο στην Ουκρανία δείχνει ότι σε μια ακτίνα 900 μέτρων μπορεί να υπάρχουν ελάχιστοι στρατιώτες, διασκορπισμένοι, καμουφλαρισμένοι και προστατευμένοι σε καταφύγια.
Τέτοιοι στόχοι δεν δικαιολογούν πυρηνική επίθεση. Αντιθέτως, μετά από μια πυρηνική έκρηξη, ακόμη και τα ίδια τα στρατεύματα που την εξαπέλυσαν δεν μπορούν να καταλάβουν την περιοχή για μεγάλο διάστημα.
Ακόμη και σημαντικοί στόχοι, όπως κέντρα διοίκησης, μπορούν να καταστραφούν αποτελεσματικά με μαζικά συμβατικά πλήγματα.
Στα μετόπισθεν, οι στόχοι επίσης σπανίζουν: τα αεροδρόμια, που θεωρούνται ευάλωτα, πλέον προστατεύονται με υπόγειες βάσεις, διασπορά αεροσκαφών και ακόμη και αξιοποίηση αυτοκινητοδρόμων.
Στο Guam, οι ΗΠΑ σχεδιάζουν καταφύγια ικανά να αντέξουν μια πυρηνική έκρηξη, ενώ εφαρμόζουν τακτικά στρατηγικές διασποράς.

Αμοιβαία απώλεια

Ένας καλά εκπαιδευμένος στρατός διαθέτει μέσα προστασίας από μια πυρηνική επίθεση και γνωρίζει πώς να ενεργήσει σε μια τέτοια περίπτωση.
Το ζήτημα, ωστόσο, διαφοροποιείται όταν πρόκειται για πολιτικές εγκαταστάσεις, εργοστάσια και πόλεις, οι οποίες αποτελούν δυνητικούς στόχους για πυραύλους τοποθετημένους σε σιλό ή σε υποβρύχια.
Αρκούν λίγες μόνο πυρηνικές κεφαλές για να προκληθεί αποτέλεσμα αντίστοιχο με τον αγγλοαμερικανικό βομβαρδισμό του Αμβούργου το 1943, ο οποίος ουσιαστικά εξαφάνισε την πόλη ως διοικητικό και οικονομικό κέντρο.
Όταν μιλάμε για στρατηγικό βομβαρδισμό, η πυρηνική αποτροπή έχει πάντοτε τον πρώτο λόγο.
Με την απόφαση για ένα τέτοιο πλήγμα, ο ηγέτης μιας χώρας υπογράφει ουσιαστικά και την καταδίκη για ένα αντίστοιχο πλήγμα στο έδαφός του ή επιχειρεί μια εξαιρετικά τολμηρή κίνηση, ελπίζοντας να καταστρέψει το σύνολο των πυρηνικών όπλων του αντιπάλου με το πρώτο χτύπημα.
Το σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας Golden Dome, που είχε προτείνει ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Donald Trump, θα μπορούσε θεωρητικά να αποτρέψει τα αντίποινα.
Ωστόσο, μέχρι το 2025, δεν υπάρχει γνωστός αξιόπιστος τρόπος για την πλήρη αποτροπή μιας τέτοιας εξέλιξης.
Συνεπώς, ένας ηγέτης που εξετάζει την πιθανότητα πυρηνικού πλήγματος σε πόλεις, ζυγίζει δύο αντίρροπους παράγοντες.
Από τη μια πλευρά, το θετικό είναι ότι θα μπορούσε να πλήξει σοβαρά τη βιομηχανία και την οικονομία του αντιπάλου, μειώνοντας την παραγωγική του ικανότητα. Από την άλλη, η χώρα που θα προβεί σε αυτή την ενέργεια θα υποστεί παρόμοια καταστροφή.
Επιπλέον, θα προκύψει μια άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική κρίση, με εκατομμύρια θύματα αμάχων.
Από ορθολογική σκοπιά, οι απώλειες του εχθρού δεν μπορούν να θεωρηθούν κέρδος.
Η χρήση πυρηνικών όπλων με τρόπο που οδηγεί άμεσα σε εκατέρωθεν καταστροφή είναι ένα εξαιρετικά αμφίβολο βήμα, που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί λογικά. Η ιστορία άλλωστε το αποδεικνύει.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία, οι Δυτικοί Σύμμαχοι και η Σοβιετική Ένωση διέθεταν τεράστια αποθέματα χημικών όπλων.
Αν αυτά είχαν χρησιμοποιηθεί για τον βομβαρδισμό του Λονδίνου, της Μόσχας ή των γερμανικών πόλεων, οι συνέπειες θα ήταν συγκρίσιμες με τις πυρηνικές: οι τοξίνες δεν κατέστρεφαν κτίρια, αλλά θα προκαλούσαν μαζικά θύματα και θα μόλυναν τις περιοχές για μήνες, καθιστώντας τες ακατάλληλες για διαβίωση.
Ωστόσο, ακόμη και ο Hitler –φανατικός κοινωνικός δαρβινιστής που περιφρονούσε ανοιχτά την ηθική και την ανθρωπιά– δεν τόλμησε να καταφύγει σε χημικά όπλα, παρότι θα μπορούσε να το είχε κάνει ως έσχατη πράξη πριν την αυτοκτονία του.
Αν και ο προσωπικός του φόβος για τα χημικά έπαιξε ρόλο, ο βασικός λόγος ήταν η εύλογη ανησυχία ότι η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα απαντούσαν με συντριπτικά χημικά πλήγματα σε όλες τις γερμανικές πόλεις.

Δεν υπάρχει σωστή στιγμή

Ακόμη και αν τα πυρηνικά όπλα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε ένα σύγχρονο πεδίο μάχης, μακριά από τις πόλεις, δεν υπάρχει ιδανική στιγμή για τη χρήση τους.
Αν μια χώρα κερδίζει με συμβατικά μέσα, δεν έχει κανένα κίνητρο να κλιμακώσει.
Οι συνέπειες μιας πυρηνικής επίθεσης –και ποιος θα ωφεληθεί τελικά– είναι αδύνατο να προβλεφθούν με βεβαιότητα.
Για την πλευρά που χάνει, η πυρηνική επιλογή μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως λογική, σαν μια τελευταία κίνηση στη σκακιέρα.
Όμως ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι ένας στρατός που έχει ήδη αποτύχει συμβατικά, με μειωμένο ηθικό και σοβαρές απώλειες, θα τα καταφέρει καλύτερα σε μια πυρηνική σύγκρουση, η οποία απαιτεί ακόμη υψηλότερη οργάνωση;
Άλλωστε, η ιστορία δείχνει ότι ο πρώτος που χρησιμοποιεί τέτοια όπλα σε μια ήττα δεν κρίνεται νικητής – αλλά γίνεται στόχος, είτε από τον εχθρό είτε και από την ίδια του την κοινωνία.
Η πυρηνική επιλογή ίσως να φαντάζει ελκυστική μόνο υπό πολύ συγκεκριμένες συνθήκες: όταν μπορεί να δώσει τακτικό πλεονέκτημα στο παρόν και ο αντίπαλος αναμένεται να ενισχυθεί σημαντικά στο μέλλον.
Ακόμη κι έτσι, όμως, καμία πλευρά δεν μπορεί να είναι βέβαιη ότι ένα περιορισμένο πυρηνικό χτύπημα δεν θα απαντηθεί με ολοκληρωτικό πόλεμο.
Αντιθέτως, η αρχική χρήση πυρηνικών αυξάνει την πιθανότητα πλήρους κλιμάκωσης.
Η τελική απόφαση για το αν «θα γίνει πόλεμος ή όχι» δεν καθορίζεται μόνο από τη λογική, αλλά από συγκεκριμένα πρόσωπα – με τις δικές τους ηθικές αντιλήψεις, ψυχολογικά χαρακτηριστικά, περιορισμένη πρόσβαση σε πληροφορίες και υπό την πίεση του περιβάλλοντός τους.
Ωστόσο, από καθαρά ορθολογική άποψη, υπάρχουν ισχυροί λόγοι να πιστεύουμε ότι η Κίνα δεν εξαπατά όταν δηλώνει πως δεν προτίθεται να ξεκινήσει πρώτη έναν πυρηνικό πόλεμο.

www.bankingnews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.